Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

(49) Yuki

Yuki

Ο Akira ειχε ελεγξει και διπλοελεγξει ολες τις συντεταγμενες που ειχε διαθεσιμες και ολες οδηγουσαν στο ιδιο αποτελεσμα: αν ηθελαν να φτασουν στο Graveton και στο συμπλεγμα των Χιλιων Νησων επρεπε να περασουν από ένα στενο περασμα που ονομαζοταν Anchra Bay. Ηδη οι αναφορες των αναγνωριστικων σκαφων που ειχε προνοησει να στειλει μιλουσαν για μια μεγαλη ναυτικη δυναμη που τους περιμενε εκει. Ο Akira δεν ηταν απολυτα βεβαιος ότι ο στολος τους θα μπορουσε να αντιμετωπισει την Bauhaus και να την βγαλει καθαρη, ειδικα μετα τις απωλειες που ειχαν από την μαχη με το φυλακιο του Und-Akre. Ο Tanaka ειχε αποσυρθει στο δωματιο του αμεσως μολις ειχε τελειωσει η σφαγη των κητοειδων και δεν ειχε εμφανιστει από τοτε. Όπως και να ειχε όμως, ο Akira επρεπε να τον ειδοποιησει. Αποφασισε να το κανει ο ιδιος, παρα να στειλει καποιον φουκαρα πανω στον οποιον μπορει να ξεσπουσε ο ανισορροπος διοικητης τους. Τουλαχιστον ο ιδιος μπορουσε να τον κουμανταρει.
Χτυπησε πολύ ελαφρα την πορτα της καμπινας του Tanaka, αλλα δεν ακουσε καμια απαντηση. Χαμηλωσε το κεφαλι του και ακουμπησε το αυτι του στο κρυο μεταλλο. Μπορεσε να διακρινει μια βαρια, ρυθμικη ανασα σαν χαμηλοφωνο ροχαλητο. Βλαστημησε. Όπως εδειχναν όλα ετοιμαζονταν για μαχη κι ο διοικητης του στολου (Θεοι!) κοιμοταν του καλου καιρου.
Εμεινε για λιγο αναποφασιστος, αμφιταλαντευομενος μεταξυ της εμπιστοσυνης της κρισης του και της τυφλης του υπακοης στους κανονες, και τελικα αποφασισε να κανει ότι νομιζε καλυτερο. Επεστρεψε στον θαλαμο διακυβερνησης και εδωσε εντολη στα υποβρυχια και τα πλοια να προετοιμαζονται για μαχη.


Βυθισμενος μεσα σε έναν υπνο με εφιαλτικα ονειρα, ο Yuki Tanaka αναδευοταν ανησυχος. Εβλεπε μαυρα πλοκαμια να τον αρπαζουν μεσα από την αβυσσο, στοματα γεματα κοφτερα δοντια να ξεσκιζουν την σαρκα του, αοματα πλασματα να τον περικυκλωνουν. Προσπαθουσε να φωναξει αλλα δεν εβγαινε φωνη από το λαρυγγι του, και τα σκοτεινα πλασματα με τα κοφτερα χαμογελα τον περικυκλωναν και τον τραβουσαν ολο και πιο βαθια, στα απυθμενα σκοτεινα νερα αυτου του γαμημενου πλανητη.
Ξυπνησε καταιδρωμενος και τρομαγμενος. Με χερι που ετρεμε προσπαθησε να αναψει την λαμπα που βρισκοταν στο κομοδινο του, αλλα το μονο που καταφερε ηταν να την πεταξει στο πατωμα. Ηταν τοσο τρομαγμενος που δεν μπορεσε καν να βρισει. Σηκωθηκε σκουντουφλωντας και βρηκε ψαχουλευτα τον διακοπτη του δωματιου. Το αδυναμο φως της λαμπας τον τυφλωσε σαν τον πιο λαμπρο προβολεα. Εκλεισε ενστικτωδως το καλο του ματι κι επειτα το ανοιξε σιγα-σιγα, προσπαθωντας να εξοικειωθει με το φωτεινο περιβαλλον. Όταν θεωρησε ότι δεν υπηρχε πλεον κινδυνος να τυφλωθει τελειως το ανοιξε τελειως. Προχωρησε προς το μπανιο του παραπαιοντας και στηριχτηκε στον νιπτηρα για να μην πεσει. Εκανε κατι που ειχε πολύ καιρο να κανει: κοιταχτηκε στον καθρεφτη φευγαλεα. Προλαβε να δει την ουλη που αυλακωνε το δεξι του μαγουλο ξεκινωντας από την αρχη του στοματος του και καταληγοντας στην τρυπα οπου καποτε βρισκοταν το ματι του. Η κογχη του ηταν μαυρη από την βρωμα, αλλα δεν εκατσε να την καθαρισει.
Ξεχαστηκε και προσπαθησε να ανοιξει την κανουλα του νερου με το δεξι χερι, αλλα το κολοβωμενο του μελος αρνηθηκε να τον εξυπηρετησει. Τελικα την ανοιξε με το αριστερο χερι, γεμισε ένα ποτηρι με νερο και το κατεβασε μαζι με δυο χαπια.
Ενιωσε το κεφαλι του να στριφογυριζει και αρχισε να γελαει με ένα στριγκο, παρανοικο γελιο.
Πηγε στο δωματιο του και αρχισε να ντυνεται, πινοντας τις τελευταιες γουλιες από το μπουκαλι που δεν ειχε προλαβει να αδειασει προτου πεσει ξερος για υπνο. Προσπαθησε τεσσερις φορες να φορεσει το παντελονι του, ενώ συγχρονως παραμιλουσε κι ελεγε ιστοριες σε ένα αορατο κοινο.
Με τα πολλα καταφερε να ντυθει όπως-όπως. Εβαλε την καλυπτρα του ματιου του και φορεσε τον γαντζο στο χερι του. Οσο προχειρα και ατσαλα και να ντυνοταν, η καλυπτρα και ο γαντζος ηταν ολοκληρη ιεροτελεστια και τους αφιερωνε σχεδον δεκα λεπτα, την στιγμη που το υπολοιπο ντυσιμο ολοκληρωνοταν σε πεντε (δυο αν ηταν ξεμεθυστος, πραγμα σπανιο).
Αρπαξε το περιστροφο του και σταθηκε απεναντι από τον καθρεφτη, σημαδευοντας το ειδωλο του. Χασκογελασε και ξαφνιαστηκε δυσαρεστα από το ποσο μαυρα φαινονταν τα δοντια του, αλλα γρηγορα ξαναβρηκε το κεφι του. Τι διαολο, ακομα κι ετσι εμοιαζε ολοενα και περισσοτερο με αληθινο πειρατη!

Τρεκλιζοντας ακομη, μπηκε στην αιθουσα διακυβερνησης του Hinode, οπου και επικρατουσε πανζουρλισμος. Αμφιταλαντευτηκε λιγο προσπαθωντας να βρει την ισορροπια του και ρωτησε με την πιο δυνατη φωνη του:
«ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;»
Ηταν εντυπωσιακο να βλεπεις το πώς παγωσαν ολοι στο ακουσμα της φωνης του. Μονο ο Akira τον πλησιασε και τον ενημερωσε για τις διαταγες που ειχε δωσει. Ο Yuki θυμωσε αρχικα, αλλα ο Akira απλα του γυρισε την πλατη και επεστρεψε στην θεση του, χωρις αν του δωσει άλλη σημασια. Χωρις να εχει καποιον για να ξεσπασει πανω του, ο Yuki εκατσε σε μια καρεκλα μουτρωμενος, σαν παιδι.

Τα υποβρυχια ελεγξαν τις τορπιλες τους και τα σοναρ τους, καθως η αποσταση μεταξυ των δυο στολων μειωνοταν ολο και περισσοτερο. Ο Yuki ενημερωθηκε πληρως για την κατασταση και η μοναδικη του εντολη ηταν “πυρ κατά βουληση” όταν θα εφταναν σε θεση εμπλοκης. Ο Akira δεν ηταν απολυτα συμφωνος με αυτή την αποφαση, αλλα ηταν αναγκασμενος να την ακολουθησει.

Και καθως η Mishima πλησιαζε την Bauhaus – ο Akira και ο Angus υπολογιζαν ότι οι δυο στολοι θα συγκρουονταν τις πρωτες πρωινες ωρες της 20ης Σεπτεμβριου – ο τριτος παικτης του παιχνιδιου αποφασισε να κανει την εμφανιση του.

Ηταν καιρος για τον Tom Johnson να παρει την εκδικηση του από τον Angus Weinstein.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου