Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

(6) Σπιτι

Στο σπίτι – Απρίλιος 2113

«Πως τα πας;» ρώτησε ο Angus, καθώς ο Albert άναβε τσιγάρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την είσοδο του σπιτιού.
«Όχι κι άσχημα. Εσύ;»
Ο Angus κούνησε το κεφάλι του.
«Τελειώνω με το μεταπτυχιακό και μετά περιμένω αποτε-»
«Μπορείς να το πιστέψεις;» τον διέκοψε ο Albert με φωνή που έτρεμε. «Αυτό για τον μπαμπά;»
Ο Angus έτριψε τους κροτάφους του.
«Όχι, δεν το περίμενα. Αλλά με όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια δεν απορώ. Κάπου μέσα μου νομίζω ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί κάτι και σ' εμάς.»
Ο Albert κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Αυτά είναι μαλακίες. Θέμα χρόνου… δεν έπρεπε να φύγει για το ταξίδι. Αλλά δεν άκουγε ποτέ τη μαμά. Το ξέρεις ότι του έλεγε συνέχεια πως με όλα όσα γίνονταν δεν έπρεπε να φύγει; Είχε αρκετές μέρες άδεια. Γιατί δεν τις πήρε, να κάτσει στο σπίτι; Γιατί έπρεπε να πάει στο κωλο-Graveton; Για να μεταφέρει τρόφιμα; Δεν υπήρχε άλλος να στείλουν;»
Η φωνή του έτρεμε, αλλά ο Angus κατάλαβε ότι δεν ήταν από θυμό προς τον πατέρα τους που τους άφησε κι έκανε του κεφαλιού του. Ο Albert ήταν έτοιμος να κλάψει. Είχε σφίξει τα χείλη και ρούφαγε τον καπνό του τσιγάρου του με κοφτές, γρήγορες κινήσεις. Ο αδελφός του τον πλησίασε και τον ακούμπησε ελαφρά στον ώμο.
«Al, τον ήξερες τον πατέρα. Πάντα ήθελε να βοηθά τους υπόλοιπους. Και τα ταξίδια του ήταν πολύ σημαντικά γι’ αυτόν ανέκαθεν. Σκέψου τώρα που είχε να μεταφέρει αγαθά πρώτης ανάγκης για το Ιστάρ. Μην τον κατηγορείς. Ήθελε να βοηθήσει.»
«Δεν… δεν τον κατηγορώ… αλλά δεν μπορώ να το χωνέψω ακόμα! Μου λείπει, Angus, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπει! Και ξέρω ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ κι αυτό τα κάνει όλα χειρότερα…»
Πέταξε το τσιγάρο του μακριά, ακούμπησε το μέτωπο στις κρύες παλάμες του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Angus τον αγκάλιασε και τον γύρισε προς το μέρος του. Δάγκωσε τα χείλη του για να μην κλάψει κι αυτός. Όταν ο Albert άρχισε να ηρεμεί κάπως, ο Angus του πρότεινε να μπουν στο σπίτι. Ο Albert σκούπισε τα μάτια του, ρούφηξε τη μύτη του και ακολούθησε τον αδελφό του στο σπίτι.

Η κηδεία τέλειωσε γρήγορα. Η εταιρεία είχε στείλει δυο τυφεκιοφόρους που έριξαν τρεις φορές στον αέρα όταν τέλειωσε η προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του Markus Weinstein, ο οποίος είχε πέσει στο καθήκον, αλλά η συμπαράσταση της τέλειωσε με αυτή την πράξη. Η Dietrich και οι γιοι της επέστρεψαν στο σπίτι, όπου οι πρώτοι συγγενείς είχαν ήδη καταφθάσει και τους περίμεναν.
Λίγο πριν μπουν μέσα, η μητέρα τους στράφηκε προς το μερος τους και τους χάιδεψε τρυφερά στα μάγουλα.
«Οι άντρες μου…» είπε χαμηλόφωνα. «Τα καμάρια μου… να τον θυμάστε τον πατέρα σας… ήταν γενναίος άνθρωπος... και πολύ περήφανος που είχε δυο γιους σαν κι εσάς. Κάθε σας μέρα να τον κάνετε περήφανο εκεί που βρίσκεται.»
Τους αγκάλιασε και μπήκε στο σπίτι χωρίς να τους ξανακοιτάξει.

Κατά την δεύτερη νυχτερινή, κι ενώ οι τελευταίοι συγγενείς βρίσκονταν ακόμα στο σπίτι, ο Angus και ο Albert βρίσκονταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και κοιτούσαν τον ορίζοντα. Ο Albert άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.
«Κακές συνήθειες, ε;» ρώτησε ο Angus. Ο αδελφός του τον κοίταξε ένοχα.
«Ε… δεν κόβεται κι εύκολα.»
«Και τι καταλαβαίνεις από αυτό; Σε βοηθάει σε τίποτα;»
«Μπα… έχει γίνει πλέον μονάδα μέτρησης χρόνου. Όταν δεν εχω τι άλλο να κανω, αναβω τσιγαρο.»
Ο Angus κουνησε το κεφαλι, σαν ανθρωπος που θελει να δειξει ότι εχει καταλαβει, αλλα που στην ουσια εχει μαυρα μεσανυχτα.
«Τι τρεχει με την σουπα;» ρωτησε ο Albert.
«Ε; Ποια σουπα;»
«Την ψαροσουπα. Γιατι φαγαμε ψαροσουπα;»
«Δεν ξερω…νομιζω ότι είναι παλιο εθιμο της Γερμανιας…ξερεις, εκει που γεννηθηκε ο μπαμπας και η μαμα. Δε σου αρεσε;»
«Δεν είναι αυτό…απλως μου φανηκε κατι σαν τραγικη ειρωνεια ή κατι τετοιο…»
Τραβηξε μια τζουρα.
«Κανα νέο στον ερωτικο τομεα;» αλλαξε παλι θεμα ο Albert. Ο Angus τον κοιταξε ξαφνιασμενος, από την ευκολια με την οποια ο Albert περνουσε από το ένα θεμα στο άλλο.
«Νομιζεις ότι είναι η καταλληλη ωρα για κατι τετοιο;»
Ο αδελφος του σηκωσε τους ωμους του.
«Γιατι όχι; Εχουμε να πουμε κατι άλλο; Κι εξαλλου ποτε θα ξαναβρεθουμε για να μιλησουμε;»
«Οκει…», ειπε αργοσυρτα ο Angus, προσπαθωντας να διωξει από την σκεψη του μια πολύ ζωηρη νοερη εικονα της κηδειας της μητερας τους, «υπαρχει κατι. Μια κοπελα.»
Ο Albert χασκογελασε.
«Γουαου! Μια κοπελα…να σου πω, θα ημουν πιο εκπληκτος αν μου ελεγες ότι υπαρχει καποιος αντρας στη ζωη σου.»
Ο Angus εκανε ότι θυμωνει.
«Να σου πω, σαν πολύ δεν ξεψαρωσες μικρε; Να κοψεις την ειρωνεια μην εχουμε αλλα!»
«Να τα μας…θα φαμε και ξυλο σημερα!», απαντησε περιπαικτικα ο αδελφος του.
Ο Angus του ορμησε πριν προλαβει να παραμερισει. Τον εριξε κατω και αρχισε να τον γαργαλαει στην κοιλια, στις μασχαλες, παντου. Ο Albert αρχισε να τσιριζει και να γελαει ταυτοχρονα, αλλα παρολες τις προσπαθειες που εκανε δεν μπορουσε να τον διωξει από πανω του. Τελικα ο Angus τον κρατησε ακινητοποιημενο στο εδαφος, του ψιθυρισε στο αυτι «Παραδινεσαι;» κι επειτα τον αφησε.
Ο Albert ανασηκωθηκε, ξεπνοος από τα γελια.
«Οk, ok, τα παιρνω πισω όλα…παντα με εβαζες κατω…γαμωτο…»
«Σε εβαζα κατω πριν αρχισεις το κωλοτσιγαρο. Σκεψου τωρα!» ειπε ασθμαινοντας ο Angus. Ισα που ειχε καταφερει να τον κρατησει για ελαχιστα δευτερολεπτα ακινητο. Ο μικρος ειχε δυναμωσει πολύ.
Καθισαν διπλα-διπλα, προσπαθωντας να σταματησουν τα γελια.
«Για πες», επανεφερε την συζητηση ο Albert.
«Τι να σου πω;»
«Για την κοπελα ρε. Μεγαλυτερη, μικροτερη, ομορφη, ασχημη; Δωσε πληροφοριες.»
Ο Angus εβγαλε μια φωτογραφια από το πορτοφολι του. Την εδωσε στον αδελφο του που δεν μπορεσε να συγκρατησει ένα επιφωνημα εντυπωσιασμου όταν την ειδε.
«Ευχαριστω για την αντιδραση», ειπε ο Angus αρπαζοντας την φωτογραφια μεσα απο τα χερια του.
«Πως καταφερες και την εριξες; Της ειπες ότι εισαι διαδοχος των Romanov;»
«Χαχα, αστειο...δεν την εριξα, δεν εχει γινει κατι ακομα μεταξυ μας. Απλως κανουμε παρεα.»
«Ωραια, και τι σκοπευεις να κανεις λοιπον;»
«Θα δουμε όταν γυρισω στο Vladinburg. Δεν ξερω ακομα.»
«Με τι ασχολειται; Σπουδαζει; Δουλευει;»
«Δουλευει…σε ένα μπαρ», απαντησε ο Angus, χωρις να κοιταξει καταματα τον αδελφο του.
«Ω», ηταν η μοναδικη απαντηση του Albert. Ο Angus τον κοιταξε.
«Μονο αυτό εχεις να πεις; Ω;»
«Δεν το εννοουσα ετσι…ξερεις τι σκεφτηκα», απαντησε εκεινος.
«Φυσικα και ξερω…την μαμα, ετσι;»
Ο Albert κουνησε καταφατικα το κεφαλι του.
«Ξερεις την αποψη της γι΄αυτές…» ειπε δειλα. Ο Angus δεν απαντησε αμεσως.
«Ξερεις κατι, Al; Δε με νοιαζει τι γνωμη εχει. Η Katia μ΄αρεσει και δεν πεφτει λογος σε κανεναν γι΄αυτό. Κι αν γινει κατι μεταξυ μας, η μαμα θα είναι η πρωτη που θα το μαθει, αλλα η γνωμη της θα εχει τη λιγοτερη σημασια για μενα!»
Ο Albert σηκωσε τις παλαμες του, σαν να παραδινοταν.
«Ωπα, ωπα…ηρεμησε. Δεν ειπα τιποτα. Δικαιωμα σου να βγαινεις με οποια θελεις και με οσες θελεις. Απλως η μαμα είναι περιεργη σε κατι τετοια.»
Ο Angus σηκωθηκε ορθιος.
«Δε με νοιαζει! Ειμαι 23 χρονων γαμωτο, πρωτος στην ταξη μου, και από του χρονου θα διοικω ολοκληρο στολο! Δε θα μου πει η μαμα τι να κανω! Δε θα γινω σαν τον μπαμπα, που του εκανε μια ζωη ψυχολογικο πολεμο επειδη την αφηνε μονη της! Δεν ειμαι υποκαταστατο του μπαμπα, Al, και δε θελω να με θεωρησει ετσι – ουτε εμενα, ουτε εσενα! Η ζωη προχωραει κι ο καθενας κανει τις επιλογες του! Και σε πληροφορω ότι την παρακολουθουσα καθολη την διαρκεια της κηδειας – δεν εχυσε ουτε ένα δακρυ για τον αντρα της. Σαν να μην την ενδιεφερε το θεμα.»
«Γινεσαι αδικος», απαντησε χαμηλοφωνα ο Albert. Δεν ειχε ξαναδει τον Angus να βγαινει εκτος εαυτου με την μητερα τους. «Εχεις ηδη δημιουργησει μια ιστορια, ενώ η κακομοιρα δεν ξερει τιποτα ακομα γι’ αυτό…»
«Όχι, Al», τον διεκοψε ο Angus. «Δεν εχω δημιουργησει τιποτα. Ξερω την αντιδραση της, όπως κι εσυ. Απλως τωρα σχεδιαζω την δικη μου αντιδραση.»
Εκατσε παλι διπλα στον αδελφο του, προσπαθωντας να ηρεμησει. Για λιγο απεμειναν αμιλητοι, σκεπτομενοι αυτά που ειχαν ειπωθει. Ο Albert εβγαλε το πακετο με τα τσιγαρα και το ετεινε προς την μερια του Angus.
«Τσιγαρακι;» ρωτησε.

(5) Markus

Καθώς όλη η υπάρχουσα τεχνολογία κατέρρεε, καθώς όλοι οι κόσμοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν την προδοσία των σκεπτόμενων μηχανών στις οποίες οι ίδιοι είχαν δώσει τέτοια δύναμη κι εξουσία, καθώς εκατοντάδες πέθαιναν κάθε μέρα από λάθος δελτία τροφοδοσίας και εμπλοκές σε όλα τα πιθανά και απίθανα μηχανήματα, καθώς η ανθρωπότητα έμπαινε στην πιο σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της από την Έξοδο και μετά, κανείς δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Ο Markus Weinstein χάθηκε στη θάλασσα την οποία είχε υπηρετήσει σε όλη του τη ζωή, στο Αρχιπέλαγος Graveton, το μεγαλύτερο πέλαγος της Αφροδίτης.
Ο Angus και ο Albert επέστρεψαν εσπευσμένα στο Heimburg γα την κηδεία του άδειου φέρετρου του πατέρα τους. Ο Angus μόλις είχε αποφοιτήσει, με καθυστέρηση ενός χρόνου κατά τον οποίο εργαζόταν πάνω σε μια μεταπτυχιακή εργασία και ο Albert βρισκόταν στον δεύτερο χρόνο της σχολής του. Συναντήθηκαν στην είσοδο του σπιτιού τους και αγκαλιάστηκαν. Είχαν τόσα να πουν…
Η Dietrich καθόταν δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε έξω, στα δυο της παιδιά που στέκονταν δίπλα-δίπλα και μιλούσαν. Είχε τόσο καιρό να τα δει μαζί ξανά! Είχαν αλλάξει τόσο πολύ, αλλά ταυτόχρονα είχαν μείνει και ίδια, όπως εκείνη την μέρα στη λίμνη. Χαμογέλασε πικραμένα.
Δεν της έλειπε ο άντρας της. Ούτως ή άλλως, όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν ποτέ στο σπίτι. Όμως τα μικρά της τής έλειπαν. Κόσμος μπαινόβγαινε στο σπίτι για να την συλλυπηθεί, αλλά αυτή δεχόταν τα λόγια τους χωρίς καν να ακούει τι σήμαιναν.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

(4) Heimburg

Σεπτέμβριος 2107 – Τεχνική Σχολή Heimburg


Ο Angus έτρεχε στον κεντρικό διάδρομο της Σχολής, πηδώντας πάνω από πεταμένα σακίδια, ξαπλωμένους φοιτητές και οποιοδήποτε εμπόδιο έβρισκε μπροστά του, ουρλιάζοντας από την χαρά του. Το πλήθος γυρνούσε και τον κοίταζε, άλλοι ενοχλημένοι, άλλοι χαρούμενοι, αλλά όλοι χαμογελαστοί με τον μικροκαμωμένο έφηβο, που έκανε φασαρία αντιστρόφως ανάλογη με το μπόι του.
Ο Angus από ένα ροδαλό, γεματούτσικο παιδί είχε μετατραπεί σε έναν λιγνό, νευρώδη νεαρό, όχι πάνω από 1,70, με χλωμό δέρμα από τα ξενύχτια που είχε ρίξει διαβάζοντας τα τελευταία τρία χρόνια. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν μονίμως στο ιδρωμένο του μέτωπο, αλλά δεν τα χτένιζε ποτέ προς τα πίσω. Τα αφτιά του πετούσαν λίγο, αλλά ποτέ δεν τον είχαν απασχολήσει σοβαρά, όπως και η όλη του εμφάνιση. Δεν ήταν άσχημος, αλλά θα μπορούσε να ήταν και καλύτερος, αν είχε ασχοληθεί έστω και λίγο με τον εαυτό του. Πάντως τώρα δεν τον ένοιαζε τίποτα από όλα αυτά: είχε περάσει εκεί που ήθελε!
Κρατώντας στα χέρια του το χαρτί με την εισαγωγή του στη Σχολή που είχε δηλώσει πριν τέσσερις μήνες και ουρλιάζοντας ακόμα, πήδηξε από την κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στην είσοδο του κτιρίου και ξεχύθηκε σαν σίφουνας στον δρόμο για το σπίτι του.


***

Ο πατέρας του έλαμπε από χαρά, το ίδιο και η μάνα του. Διάβαζαν το χαρτί ξανά και ξανά, για να το πιστέψουν. Ο Albert στεκόταν παράμερα, συμμετέχοντας στην χαρά της οικογένειας, αλλά χωρίς να το δείχνει. Χαιρόταν πραγματικά για την επιτυχία του αδελφού του να περάσει, και μάλιστα σε ένα τόσο δύσκολο τμήμα, αλλά μέχρι εκεί. Ούτε κραυγές, ούτε δάκρυα χαράς. Του έδωσε συγχαρητήρια κι έπειτα έκατσε να δει τηλεόραση. Ίσως και να ζήλευε κάπου μέσα του, αλλά δεν θα το έδειχνε με τίποτα.
Ο Markus διάβασε άλλη μια φορά το χαρτί.
«Σχολή Πλοιάρχων… Vladinburg… τρίτος από τους επτά… έλα εδώ γιε μου», είπε συγκινημένος και άρπαξε τον Angus που έκανε μια μικρή προσπάθεια να του ξεφύγει, αλλά έπειτα αφέθηκε στην πατρική αγκαλιά. Τον γέμισε φιλιά.
«Έλα ρε πατέρα… δεν έγινε και τίποτα… άσε με…» προσπάθησε να αποτραβηχτεί ο Angus, αλλά μέσα του ένιωθε πολύ περήφανος που ο πατέρας του, ο οποίος δεν τους είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους συναισθηματικά ξεσπάσματα, είχε συγκινηθεί.
«Δεν έγινε τίποτα; Χα! Τον ακούς τι λέει D;» είπε ο πατέρας του σκουπίζοντας τα μάτια του. «Τρίτος από τους επτά που μπήκαν και λέει δεν έγινε τίποτα! Αχ γιε μου, σήμερα με έκανες τόσο περήφανο όσο δεν έχω ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου…»
Η Dietrich απλώς τον αγκάλιασε με όλη της την δύναμη, χωρίς να πει τίποτα.
Ο Albert τους έριξε ακόμα μια ματιά, έκανε ένα ‘ουφ!’ γεμάτο βαριεστημάρα και ξαναγύρισε στην τηλεόραση του.


***

Τα επόμενα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα για τον Angus Weinstein, πρωτότοκο γιο του Markus και της Dietrich. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους μετακόμισε στο Vladinburg, σχεδόν 500 χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του, σε εστία που του είχε δοθεί με υποτροφία, χάρη στις γνωριμίες του πατέρα του με τον καθηγητή Leon Putin, ο οποίος τύχαινε να διατελεί κοσμήτορας της σχολής. Τον Δεκέμβριο του 2107 επέστρεψε για τις γιορτές και τα πρώτα γενέθλια της εφηβείας του Albert στο σπίτι του κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που συναντιόταν όλη η οικογένεια μαζί.
Τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου ξεκίνησαν τα μαθήματα, τα οποία θα κρατούσαν για πέντε χρόνια και στο τέλος τέσσερις από τους τελειόφοιτους θα αποφοιτούσαν με τον βαθμό του υποπλοίαρχου και θα αναλάμβαναν άμεσα από έναν από τους τέσσερις στόλους της Bauhaus: τον εμπορικό, τον μεταφοράς υλικού, τον πολεμικό και τον υποβρύχιο.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια πέρασαν για τον Angus με πολύ διάβασμα, ελάχιστο ελεύθερο χρόνο και πολύ μοναξιά. Ήρθε σε κόντρα αρκετές φορές με έναν από τους παλαιότερους διοικητές πλοίων της εταιρείας, τον Maximilian Petrov, κυρίως για θεωρητικά θέματα, στα οποία ο νεαρός πίστευε ότι είχε δίκιο. Οι δυο άντρες αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή που ειδώθηκαν. Ο Petrov ήταν επίτιμος καθηγητής στο Vladinburg και δίδασκε ελάχιστες φορές. Στο πρόσωπο του Angus έβλεπε έναν αναιδή νεαρό που δεν διέθετε καθόλου σεβασμό για τους μεγαλύτερούς του. Από την άλλη, ο Angus εβλεπε έναν καθηγητή που η ανάσα του βρώμαγε αλκοόλ, κάθε μέρα και κάθε ώρα. Τελικά κατάφεραν να ανέχονται ο ένας τον άλλον.
Ο Angus επέστρεφε στο σπίτι του μόνο τον Αύγουστο και δεκαπέντε μέρες τον Δεκέμβριο. Ο πατέρας του που ήταν κυβερνήτης σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά πλοία της εταιρείας έλειπε συνέχεια σε ταξίδια στην Ισημερινή ήπειρο και ουσιαστικά ο Angus τον είδε μόνο μια φορά όλα αυτά τα χρόνια.
Το 2111 ο Albert έδωσε εξετάσεις για την Πολεμική Αεροπορία, αλλά δεν πέρασε. Επέμεινε κι έπειτα από παρότρυνση του Angus, με τον οποίο επικοινωνούσε πολύ συχνά, ξαναέδωσε τον επόμενο χρόνο. Και πάλι δεν πέρασε, αλλά αυτή τη φορά είχε αρκετά μόρια για να περάσει στην Διαστημική Ακαδημία, στον Τομέα Εφαρμοσμένων Τεχνικών Διαστημικής Ναυπηγίας, θέση όχι ιδιαίτερα αξιοζήλευτη. Η αντίδραση του πατέρα του δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης, όπως ήταν με τον Angus, αλλά ο αδελφός του εντυπωσιάστηκε και χάρηκε ειλικρινά όταν το έμαθε. Ο Albert ξεκίνησε τα μαθήματα σχετικά απογοητευμένος, αλλά πεισμωμένος να επιτύχει. Στην Ακαδημία έτυχε να γνωρίσει τον στρατηγό Paulus Dante, ο οποίος δίδασκε Βασικές Αρχές Στρατηγικού Πολέμου στον ελεύθερο χρόνο του κι ο οποίος εκτίμησε την θέληση του Albert για να μάθει. Στο μάθημα του ο Albert ήταν ο καλύτερος μαθητής. Όλα φαίνονταν να του πηγαίνουν καλά, μιας και πέρασε το πρώτο έτος της Ακαδημίας με άριστα.
Κι ύστερα επήλθε η Πτώση.

(3) Κάπου έξω από το Heimburg

«Angus, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρώτησε δειλά ο Albert τον αδελφό του. Κάθονταν και οι δυο ανάσκελα δίπλα στην λίμνη, κοιτάζοντας τον απέραντο γαλάζιο ουρανό, ξεθεωμένα από το πολύ παιχνίδι. Ο Angus μασούσε ένα χλωρό κλαράκι από ένα δέντρο, με τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Δεν απάντησε αμέσως.
«Al, αυτό απαιτεί μεγάλη σκέψη», απάντησε μεγαλίστικα. Ο Albert κούνησε το κεφάλι του, σαν να καταλάβαινε ότι αυτή ήταν μια απόφαση που έπρεπε να παρθεί με μεγάλη προσοχή. Για να λέει ο Angus ότι απαιτούσε μεγάλη σκέψη, αυτό σήμαινε ότι είχε κάνει μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Ο Albert ένιωσε περήφανος.
«Θα γίνω καπετάνιος», απάντησε μετά από λίγο ο Angus. «Σαν τον μπαμπά. Θα έχω ένα μεγάλο καράβι όλο δικό μου, με πέντε χιλιάδες ναύτες για να τους διατάζω και θα πηγαίνουμε από το Ιστάρ σε όλες τις θάλασσες. Και πιο πολύ θα πηγαίνω στο Graveton όπου έχει πολλά ψάρια και καρχαρίες και ο μπαμπάς λέει ότι έχει κι άλλα πλάσματα, τρομακτικά.»
Ο Albert τον κοίταζε εντυπωσιασμένος.
«Και δεν τα φοβάσαι τα πλάσματα που λέει ο μπαμπάς;»
«Όχι», απάντησε ο Angus μονομιάς. «Γιατί ούτε ο μπαμπάς τα φοβάται και θα τα κυνηγάω και θα τα σκοτώσω όλα.»
Ο Albert τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα κι έπειτα ξάπλωσε στο δροσερό γρασίδι, περιμένοντας τον αδελφό του να του κάνει την ίδια ερώτηση, αλλά ο Angus δεν μίλησε. Έπειτα από κάμποσα λεπτά ο Albert του μίλησε μόνος του.
«Εγώ θα γίνω πιλότος,» κι έδειξε ένα μικρό αεροπλάνο που πετούσε πάνω από το πάρκο, «σαν κι αυτόν εκεί. Και θα πετάω πιο ψηλά από όλους τους άλλους. Και θα σε παίρνω μαζί μου σε όλα μου τα ταξίδια. Θα δούμε όλη την Αφροδίτη και τις ερήμους και το Μεγάλο Δάσος και όλα τα τέρατα.»
Ο Angus δεν απάντησε κι ο αδελφός του ρώτησε δειλά:
«Angus, θα με παίρνεις μαζί σου στα ταξίδια σου;»
Ο Angus ξεφύσηξε ελαφρά.
«Δεν ξέρω, Al. Η θάλασσα είναι επικίνδυνη, είναι μόνο για πραγματικούς ναυτικούς.»
Κοίταξε τον αδελφό του που τον παρακολουθούσε με τα κατάμαυρα μάτια του να γυαλίζουν. Ήταν συντετριμμένος και ήταν θέμα χρόνου να σπάσει και να δακρύσει. Ο Angus τον λυπήθηκε.
«Λοιπόν, κοίτα τι θα κάνουμε. Θα με πάρεις ένα ταξίδι εσύ στην έρημο και θα σε πάρω κι ένα εγώ στα Χίλια Νησιά. Σύμφωνοι;»
Ο μικρός χαμογέλασε πλατιά.
«Σύμφωνοι!» είπε και ξάπλωσε ξανά στο χορτάρι για να παρακολουθήσει το ταξίδι του μικρού αεροπλάνου.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

(2) MISHIMA – BAUHAUS - CAPITOL/ O ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ GRAVETON

I


ΜΕΡΟΣ Ι – BAUHAUS

Κάπου έξω από το Heimburg – Αύγουστος 2101



Ο Angus πλησίασε αθόρυβα τον Albert και έμεινε ακίνητος, παραμονεύοντας πίσω από την πλάτη του. Ο Albert δεν είχε καταλάβει τίποτα και συνέχιζε να παίζει με τα αεροπλανάκια του. Ο Angus χαμογέλασε χαιρέκακα κι έπειτα έσκυψε προς το μέρος του αδελφού του και ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη στο αυτί του.
Ο Albert τινάχτηκε κωμικά, ανασηκώθηκε στα γόνατά του κι έπεσε με τον κώλο πάλι κάτω. Τα παιχνίδια του έπεσαν στο χώμα κι ο Angus βρήκε ευκαιρία, τα άρπαξε και το έβαλε στα πόδια. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι ο Albert να καταλάβει τι είχε γίνει και να αποφασίσει να μην βάλει τα κλάματα, αλλά να κυνηγήσει τον αδελφό του.
Ο Angus έτρεχε με τα χέρια ψηλά, παριστάνοντας ότι τα αεροπλάνα του πετούσαν και κάνοντας θορύβους εκρήξεων με το στόμα του. Πίσω του έτρεχε με όλη του τη δύναμη ο Albert, ξεφυσώντας από τα νεύρα του και φωνάζοντας ακατανόητες εκφράσεις, που πρέπει να είχαν κάποια απειλητική σημασία, αν έκρινε κανείς από την έντασή τους. Τελικά πρόλαβε τον Angus λίγο πριν ο μικρός φτάσει στον προορισμό του, δηλαδή στην αγκαλιά της μάνας τους.
Τον άρπαξε από τα πόδια και τον πέταξε κάτω. Ο Angus ξεφύσηξε πνιχτά καθώς έσκαγε με τα μούτρα στο γρασίδι. Ο αδελφός του έκατσε πάνω του και άρχισε να τον γρονθοκοπάει στα πλευρά, αλλά εκείνος δεν άφησε τα παιχνίδια από τα χέρια του. Όλο το πάρκο είχε γυρίσει και τους κοιτούσε.
Έπειτα από κανά λεπτό, κι αφού τα ουρλιαχτά του Angus ακούγονταν στην απέναντι πλευρά της λίμνης που βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους, η μητέρα τους σήκωσε ενοχλημένη το κεφάλι της από το βιβλίο που διάβαζε και τους κοίταξε με το πιο αυστηρό της βλέμμα. Αμέσως τα δυο παιδιά σταμάτησαν την πάλη τους.
«Ελάτε εδώ», διέταξε η Dietrich και τα παιδιά έτρεξαν προς το μέρος της.
«Έχετε γίνει ρεζίλι σε όλο το πάρκο», τους είπε χαμηλόφωνα. «Έχουν γυρίσει όλοι και σας κοιτάζουν, είναι ντροπή πια.»
Ο Angus κοίταξε γύρω του – κανείς δεν φαινόταν να τους παρακολουθεί. Όλοι είχαν γυρίσει στις ασχολίες τους. Ρώτησε ντροπαλά:
«Αφού κανείς δεν μας κοιτάζει, γιατί είναι ντροπή μαμά; Απλώς παίζαμε.»
Η Dietrich έσφιξε τα χείλη της, μέχρις ότου έγιναν μια πολύ λεπτή γραμμή. Πάντα έτσι έκανε όταν ήταν θυμωμένη με τα βλαστάρια της.
«Πρέπει να μάθεις Angus πότε ενοχλείς τους διπλανούς σου και ποια είναι τα όριά σου. Δεν μπορείς να κάνεις πάντα του κεφαλιού σου. Να μην ξεχνάτε ότι όλοι περιμένουν μεγάλα πράγματα από εσάς. Το όνομά σας είναι η κληρονομιά σας.»
«Κι από μένα μαμά;» πετάχτηκε ο Albert, ο μικρότερος. Η μητέρα του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα αχνό χαμόγελο.
«Φυσικά αγάπη μου! Και από τους δυό σας. Και θα κάνετε μεγάλα πράγματα, αυτό να το θυμάστε. Ελάτε εδώ τώρα», τους είπε τρυφερά και τους αγκάλιασε. Έπειτα τους έστειλε πάλι για παιχνίδι, υπενθυμίζοντας τους όμως ότι αν ξαναέκαναν φασαρία, το βράδυ θα το έλεγε στον πατέρα τους.
«Έλα Al!» φώναξε ο Angus καθώς έτρεχε προς το κέντρο του πάρκου. Η Dietrich χαμογέλασε ελεύθερα πια. Ναι, ήταν αγρίμια και φασαριόζικα, αλλά ήταν παιδιά της και τα αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Ήταν τα δικά της αγρίμια και μεγάλωναν όλο και πιο γρήγορα. Ο Albert ήταν ήδη 7 ετών και ο Angus είχε πατήσει τα 11. Όταν αναπολούσε το παρελθόν, δεν μπορούσε να πιστέψει μερικές φορές το πόσο καλά είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, παρόλο που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε σκοτεινούς καιρούς. Η Dietrich Brehmens-Weinstein είχε γεννηθεί και ζούσε στο Βερολίνο, χωρίς ποτέ να ταξιδέψει έξω από αυτό. Ήταν το έβδομο από τα εννιά παιδιά της οικογένειας και μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Όταν έκλεισε τα 13 έπιασε δουλειά σε ένα από τα εργοστάσια της Bauhaus, όπως άλλωστε είχαν κάνει και τα αδέλφια της.
Μέχρι και τα 17 της δεν είχε χρόνο για να ζήσει. Ήταν όλη τη μέρα στη δουλειά και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι για ύπνο. Δεν είχε βγει ποτέ της ραντεβού, δεν είχε πάει ποτέ της μια βόλτα με τις φίλες της, δεν είχε γυρίσει ποτέ να κοιτάξει κάποιο αγόρι. Και ξαφνικά η ζωή της άλλαξε χάρη σε μια φίλη της, την Marian, όταν εκείνη την έπεισε να πάνε απροσκάλεστες σε ένα πάρτυ που θα γινόταν στο Εταιρικό Μέγαρο του Υπουργείου Εσωτερικών. Η Marian δούλευε μαζί της στο εργοστάσιο, αλλά τις ελεύθερες ώρες της πήγαινε ακάλεστη σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της πόλης. Είχε αποφασίσει να βγάλει την Dietrich από το καβούκι της και να της δείξει τον αληθινό κόσμο.
Της δάνεισε ένα από τα πιο καλά της φορέματα, που της το είχε αφήσει η μάνα της πριν πεθάνει, της έφτιαξε τα μαλλιά, την μακιγιάρισε…και το αποτέλεσμα ήταν τόσο εντυπωσιακό, που η Marian δεν μπόρεσε να μην νιώσει ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας στην καρδιά της. Η πρώην βρώμικη εργάτρια έμοιαζε τώρα με ηθοποιό σε τελετή απονομής βραβείων.
Η Dietrich ακολούθησε την φίλη της τρέμοντας από την έξαψη και τον τρόμο της μήπως ανακαλύψουν ότι δεν είχε πρόσκληση και την πετάξουν έξω, αλλά μετά από μισή ώρα και δυο-τρία ποτά, ανακάλυψε ότι δεν είχε να φοβάται τίποτα. Μίλησε σχεδόν με όλους, φλέρταρε με πολλούς και προς το τέλος της βραδιάς την πλησίασε ένας νεαρός με στολή αξιωματικού του Ναυτικού και της ζήτησε να χορέψουν.
Το πάρτυ είχε σχεδόν διαλυθεί όταν τέλειωσε ο χορός τους. Η Marian είχε ήδη φύγει με τρεις διοικητικούς συμβούλους του εργοστασίου όπου δούλευε, με την ελπίδα ότι μετά τη νύχτα που θα τους χάριζε δεν θα την ξεχνούσαν. Η Dietrich δεν είχε καταλάβει τίποτα – το μόνο που έκανε ήταν να κοιτά στα μάτια τον νεαρό που την φλέρταρε επίμονα.
Έμαθε ότι το όνομα του ήταν Markus Weinstein, ήταν πλωτάρχης στο Εμπορικό Ναυτικό της εταιρείας και ότι καταγόταν από έναν από τους πιο σημαντικούς και πλούσιους Ευγενείς Οίκους. Δεν του είπε την αλήθεια αμέσως, αλλά όταν εκείνος επέμεινε να την οδηγήσει μέχρι το σπίτι της, αναγκάστηκε και του ομολόγησε τα πάντα. Η αντίδραση του την εντυπωσίασε: έβαλε τα γέλια, έκλεψε ένα μπουκάλι σαμπάνια από ένα τραπέζι και έφυγαν τρέχοντας μακριά από το πάρτυ.
Τις επόμενες εβδομάδες βγήκαν αρκετές φορές και ο Markus δεν φαινόταν να νοιάζεται για την οικονομική κατάσταση της κοπέλας. Ο ίδιος ήρθε σε ρήξη με τους δικούς του όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση του να την παντρευτεί, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν της αποκάλυψε ποτέ. Τελικά οι δικοί του την δέχτηκαν με βαριά καρδιά, αλλά χωρίς να δημιουργήσουν ποτέ κανένα ζήτημα. Τον Μάιο του 2089 η Dietrich και ο Markus Weinstein παντρεύτηκαν στο Βερολίνο, και αμέσως κατεγράφησαν στα Μητρώα Αποχωρησάντων, τη λίστα δηλαδή με τους πολίτες της εταιρείας που θα ακλουθούσαν την Bauhaus στη Έξοδο. Όλος ο οίκος των Weinstein θα μεταφερόταν στην Αφροδίτη, αλλά οι Brehmens θα έμεναν πίσω. Η Dietrich ήταν διχασμένη και θα προτιμούσε να μείνει πίσω με τους γονείς και τα αδέλφια της, αλλά με την γέννηση του πρώτου τους παιδιού, του Angus, τον Μάρτιο του 2090 αναγκάστηκε να διαλέξει το μέλλον της. Και για το καλό του παιδιού της επέλεξε να ακολουθήσει τον άντρα της.
Στα τρίτα γενέθλια του Angus, η Dietrich και η νέα της οικογένεια πια βρίσκονταν σε ένα από τα μεταγωγικά που θα τους οδηγούσαν στην νέα τους πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν στην Αφροδίτη, σε ένα προάστιο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του Heimburg, όπου όλα έμοιαζαν τέλεια, αλλά σε λίγες μέρες την είχε πιάσει ήδη κατάθλιψη για τους γονείς της. Όταν έμαθε την μοίρα που επεφύλασσαν οι Υπερεταιρείες σε όσους είχαν μείνει πίσω στη Γη κόντεψε να τρελαθεί. Πάνω σε έναν καυγά της με τον Markus τον δάγκωσε τόσο δυνατά στο πρόσωπο που του έκοψε ένα κομμάτι από το μάγουλο. Ο Markus κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να μην χάσει τη γυναίκα του.
Τον Δεκέμβριο του 2094 η Dietrich έφερε στον κόσμο το αδελφάκι του Angus και του έδωσε το όνομα του πατέρα της, Albert. Με την γέννηση του δεύτερου παιδιού της φάνηκε να ηρεμεί αρκετά. Είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή ήταν η ζωή της πλέον. Σταδιακά ξέχασε τους γονείς και τα αδέλφια της, αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της και άρχισε να συχνάζει ολοένα και περισσότερο στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας του Heimburg. Σιγά-σιγά μόνο το όνομα της απέμεινε να της θυμίζει το παρελθόν της. Κι ενώ ο άντρας της ήταν χαμηλών τόνων όσον αφορούσε την κοινωνική του θέση, η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο από κάθε άλλη σύζυγο οποιουδήποτε ευγενή με τις οποίες έκανε παρέα.
Με την ίδια λογική μεγάλωνε και τα παιδιά της. Μιας και ο Markus έλειπε συχνά από το σπίτι σε ταξίδια, η ίδια προσπαθούσε να τους μεταλαμπαδεύσει όλη την υπερηφάνεια της για το όνομα τους και μια πίστη ότι θα μπορούσαν να πετύχουν οτιδήποτε έβαζαν στόχο. Θα ήταν απόλυτα ευτυχισμένη όταν θα τα έβλεπε επιτυχημένους άντρες και θα ήξερε ότι αυτή τους είχε δημιουργήσει.
Είχε πολύ καιρό να σκεφτεί το παρελθόν της. Αλλά πλέον δεν είχε καμιά σημασία.
Έβγαλε μια μικρή φωτογραφική μηχανή που κουβαλούσε πάντα μαζί της και τα τράβηξε μια φωτογραφία: να κάθονται αγκαλιασμένα δίπλα στην λίμνη και ο ένας να προκαλεί τον άλλον για να βουτήξει. Χαμογέλασε.
Ναι, αυτή ήταν η ζωή της και μόνο δυο ονόματα υπήρχαν σε αυτήν: Angus και Albert.


(1) ΣΥΝΟΨΗ

Όταν τα κράτη κατέρρευσαν, τέσσερις Υπερεταιρείες αναδύθηκαν από τα ερείπια του πολιτισμού. Η γερμανορωσική Bauhaus, η αμερικανική Capitol, η ασιατική Mishima και η γαλλοβρετανική Imperial κοσκίνησαν την ανθρωπότητα, κράτησαν τους πιο ικανούς και πραγματοποίησαν την μεγαλύτερη Έξοδο στην ιστορία της Γης.
Κάθε εταιρεία αποίκησε από έναν πλανήτη - η Bauhaus την Αφροδίτη, η Capitol τον Άρη, η Mishima τον Ερμή και η Imperial τον Γανυμήδη. Όσοι αφέθηκαν πίσω έμειναν σε έναν κατεστραμμένο πλανήτη χωρίς πόρους και χωρίς μέλλον.
Είκοσι χρόνια μετά την Έξοδο, ξέσπασε ο πιο καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία των εταιρειών - ένας πόλεμος που θα κρατούσε πενήντα χρόνια και θα εξελισσόταν σε τέσσερις πλανήτες. Μία μεγάλη ναυτική επιχείρηση μεταξύ τριών εκ των εταιρειών έλαβε χώρα στο Αρχιπέλαγος Graveton της Αφροδίτης.
Αυτά είναι τα καταγεγραμμένα χρονικά της.