Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

(31) Τρέλα

Χαμογελασε κι επειτα προσπαθησε να θυμηθει γιατι ειχε χαμογελασει. Δεν τα καταφερε. Δεν ηταν χαμογελο χαρας, παρα μονο ένα κουρασμενο, ταλαιπωρημενο χαμογελο, που κουβαλουσε πανω του όλα τα βαρη του κοσμου. Το τσιγαρο του ειχε καει ακαπνιστο μεχρι το φιλτρο. Το πεταξε αφηρημενα στην θαλασσα κι αναψε άλλο. Διπλα του ο Rob συνεχιζε να γεμιζει σελιδες ολοκληρες με τα ψιλα του γραμματα, που δεν διαβαζονταν με τιποτα.
«Rob.»
«Ελα.»
«Ποσο θα γραψεις ακομα; Ποσα τετραδια εχεις γεμισει;»
«Εικοσι πεντε.» Η φωνη του Rob ηταν απομακρη, το μυαλο του ταξιδευε. Ετσι ηταν τα τελευταια τρια χρονια, συνεχεια. ‘Ο μικρος μεγαλωσε επιτελους’ ελεγε εκεινη η ανελεητη φωνη στο μυαλο του Ivan, που παντα εδινε αδικο σε ολους και δικιο στον εαυτο του. Ηξερε όμως ότι δεν ηταν ακριβως ετσι. Εκεινος τον ειχε αναγκασει να μεγαλωσει, τον ειχε αναγκασει να κανει πραξεις που κανεις λογικος ανθρωπος δεν θα εκανε. Όμως ποιος περιμενε λογικη σε έναν πολεμο; Πως μπορουσες να βρεις εστω και λιγα ψηγματα λογικης σε ανθρωπους που σκοτωναν παιδια, που εμπαιναν σε μαιευτηρια και εβαζαν φωτια με φλογοβολα σε κοιτιδες με νεογεννητα; Σε εχθρους και συμμαχους που βιαζαν ανηλικα κοριτσια και αγορια σε κατεδαφισμενες πολεις όταν οι διοικητες τους εκαναν τα στραβα ματια; Ο Ivan τα ηξερε όλα αυτά. Δεν ειχε σκοτωσει ποτε του αμαχο ή ανηλικο, ουτε φυσικα ειχε βιασει καμια ή κανεναν, αλλα όλα αυτά τα χρονια μαθαινε για τις ακροτητες που συνεβαιναν τοσο στην Αφροδιτη οσο και στους αλλους πλανητες, τοσο από την μερια της Bauhaus (κατι που η εταιρεια βεβαια προσπαθουσε να κρατησει οσο το δυνατον πιο κρυφο) οσο και από την μερια των τριων αντιπαλων της (κατι που το Υπουργειο Προπαγανδας προσπαθουσε παντα να το επισημανει με τους πιο εντονους τροπους.)
Μολις τον περασμενο μηνα τους ειχαν δειξει ένα ψευδο-ντοκιμαντερ για μια μικρη πολη που ειχαν ξεκληρισει οι Capitol στον Γανυμηδη, δινοντας ιδιαιτερη εμφαση στα διαμελισμενα πτωματα των παιδιων και των μωρων του ορφανοτροφειου της πολης. Ο von Klauvitz, ο ταγματαρχης που ειχε αναλαβει την παρουσιαση του ντοκιμαντερ και στενος φιλος του Bruno Veerhoven, του Υπουργου Προπαγανδας της εταιρειας, ειχε δωσει ρεσιταλ δραματικης ερμηνειας όταν περιεγραφε (πολύ παραστατικα, όπως ειχε σκεφτει ο Ivan) το πώς οι Capitol ειχαν βιασει με τις ψιφολογχες τους μικρα παιδια. Καποια μωρα ειχαν βρεθει κρεμασμενα από τα αντερα αλλων παιδιων. Πολλα παιδια ειχαν αναγκαστει να αποκεφαλισουν τα αδελφια τους με σαπισμενα κονσερβοκουτια, προτου βρουν τον ιδιο θανατο από τους στρατιωτες της Capitol. Όταν συλλαμβανονταν οικογενειες, οι στρατιωτες αναγκαζαν τους γονεις να βιαζουν τα παιδια τους κι επειτα τους εκτελουσαν έναν-έναν με το πασο τους.
Ο Ivan δεν μπορεσε να μην παρατηρησει το ποσο συχνα αναφεροταν η λεξη βιασμος στην ομιλια του von Klauvitz. Ηταν λες και ηθελε να δειξει ότι οι Capitol ηταν ένα ματσο από εκφυλισμενα τομαρια με διεστραμμενες ιδεες που ειχαν βρει ευκαιρια να κανουν πραξη. Δεν αμφεβαλλε ουτε μια στιγμη ότι πολλα από αυτά ειχαν οντως γινει, απλως η Bauhaus μεγαλοποιουσε λιγο τα πραγματικα γεγονοτα. Ο von Klauvitz ειχε αγνοησει επιδεικτικα τις φωνες καποιου στρατιωτη ότι ειχε ακουσει πως και οι ιδιοι οι Bauhaus ειχαν εντολη να εκτελουν όλα τα ανηλικα παιδια των εχθρων και ειχε περασει στο επομενο βιντεο που ηταν αποσπασματα από μια πατριωτικη παρελαση που ειχε γινει στο Heimburg πριν ένα μηνα, υπο το αγρυπνο βλεμμα του Δουκα Νικολαου.
Η βραδια ειχε τελειωσει και ένα κομματι του Ivan δεν μπορουσε να μην νιωθει αρρωστο. Δεν μπορουσε να βλεπει νεκρα παιδια. Ο μικρος αδελφος του ειχε πεθανει από μηνιγγιτιδα όταν ηταν πεντε ετων κι εκεινος εντεκα. Αλλα εκεινο ηταν ‘θελημα Θεου’, ετσι ειχε πει η μητερα του. Ο βασανισμος και ο θανατος αυτων των παιδιων τινος θελημα ηταν; Και ποιος Θεος αφηνε να γινονται τετοιες πραξεις;
Ξαναορκιστηκε από μεσα του να μην πειραξει ποτε του παιδι, ακομα κι αν ηταν ζωσμενο με εκρηκτικα, μια πρακτικη που, όπως λεγοταν, προτιμουσαν οι Mishima. Σκατα, δεν ηξερε πια τι να πιστεψει σε αυτόν το κωλοπολεμο.
«Rob;»
«Μμμ;»
«Εισαι καλα;»
Επιτελους σηκωσε το βλεμμα του από το τετραδιο του. Τα ματια του ηταν κατακοκκινα και θολα, θυμιζαν ματια παραφρονα. Ο Ivan ανησυχησε.
«Φυσικα και ειμαι καλα. Γιατι να μην ειμαι;»
«Απλως ρωτησα. Μου φαινεσαι λιγο απομακρος μερικες φορες.»
«Όχι. Απλα βαρεθηκα να καθομαι. Περιμενω ποτε οι γαμημενοι οι διοικητες μας θα παρουν αποφαση να τελειωνουμε με αυτό τον πολεμο. Θελω αν πω, τι σκατα περιμενουν και δεν επιτιθενται;»
Κατι τετοια ηταν που ανησυχουσαν περισσοτερο τον Ivan για την ψυχικη υγεια του Robert – το ότι πετουσε διαφορες βρισιες στη μεση των προτασεων του και μιλουσε με αυτόν τον καθησυχαστικο τονο.
«Όλα στην ωρα τους.»
«Αργει η ωρα, γαμω το μουνι της μανας μου. Βαρεθηκα. Θελω αδεια. Θελω να παω στο Heimburg και να ξεσκισω στον πουτσο την πρωτη πουτανα που θα βρω. Διαολε ακομα και την αδελφη μου θα γαμουσα μεχρι να ματωσει ο κωλος της.»
«Δεν εχεις αδελφη», του υπενθυμισε ο Ivan, προσπαθωντας να ελαφρυνει λιγο το κλιμα – ο Rob αρχιζε να παραφερεται.
«Θα γαμησω την ξαδελφη μου τοτε. Απ’ ότι ξερω γαμιεται με οποιον ναυτη δει στο δρομο. Μου τα λεει η ιδια. Μου στελνει γραμματα ότι περιμενει το ποτε θα παρω αδεια γιατι το μουνι της είναι υγρο και ο πουτσος μου μεγαλος.»
«Σκατα», σκεφτηκε ο Ivan. «Εχει παραισθησεις.»
Κανεις τους δεν ειχε λαβει ποτε γραμμα. Ο Rob δεν ηξερε καν αν οι δικοι του ζουσαν ή ειχαν πεθανει. Και τωρα ολες αυτές οι κουβεντες…
«Rob, αυριο μπορει και να επιτεθουμε. Όπως και να ‘χει ο Karl μου ειπε ότι θα εχουμε δυσκολη μερα αυριο. Μηπως να πας να ξαπλωσεις λιγο; Κι εγω θα κανω ένα τσιγαρο ακομα και θα την πεσω για κανα διωρο.»
«Όχι, ειμαι ενταξει. Θα γραψω λιγο ακομα», απαντησε χαμηλοφωνα ο Rob και η λογικη στην φωνη του εκανε τον Ivan – αν ηταν δυνατον – να φοβηθει ακομα περισσοτερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου