Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

(24) Σαν σε μια άλλη ζωή...

Capitol

Ο Σεπτεμβριος του 2139 ξεκινησε με τις καλυτερες προυποθεσεις για τον Johnson. Η αιτηση που ειχε κανει για αδεια εγινε δεκτη κι ετσι στις 4 του μηνος εμπαινε στο μεταγωγικο για να επιστρεψει στον Αρη, στην οικογενεια του που ειχε να δει πανω απο δεκα χρονια. Στη θεση του αφησε τον Bailey, ο οποιος πηγε μεχρι το αστροδρομιο να τον ξεπροβοδισει, με το βλεμμα του γεματο φθονο.
Εφτασε στο San Dorado δυο μερες μετα κι εχοντας μπροστα του σχεδον εικοσι μερες για να χαρει την οικογενεια του. Οι κορες του, που τις ειχε αφησει παιδακια, ειχαν μπει στην εφηβεια ή ειχαν ενηλικιωθει. Η μεγαλυτερη, η Pamela ηταν ηδη εικοσι ετων, η μεσαια, η Samantha ηταν δεκαεννια, και η μικροτερη, η πολυαγαπημενη του και αυτη που ειχε δει λιγοτερο απο ολα του τα παιδια, η Susan ηταν δεκαπεντε. Τον περιμεναν μαζι με την Nicki στο αστροδρομιο. Σχεδον δεν τις γνωρισε οταν τις ειδε. Πνιγηκε απο τις αγκαλιες και τα φιλια τους και δεν μπορεσε να κρυψει τα δακρυα του. Η Susan ειχε κρεμαστει απο τον σβερκο του και δεν τον αφηνε να παρει ανασα.
Οταν επιτελους τον αφησε η Nicki τον πλησιασε και τον καλωσορισε με το πιο γλυκο φιλι που μπορουσε να υπαρξει. Νιωθοντας τα ποδια του να τρεμουν, ο Tom πηρε την οικογενεια του και πηγαν για φαι, προσπαθωντας να κρατησει καθε στιγμη της μερας στην μνημη του.

Ταξιδεψαν στην Crystal Lake, γιατι τα κοριτσια ηθελαν να την επισκεφτουν. Ο Tom αισθανθηκε οτι ειχε ξαναβρεθει εκει σε μια αλλη ζωη. Εικοσι χρονια ειχαν περασει, αλλα τα θυμοταν σαν να ηταν χτες.

Ειχε απλωθει σε μια μεγαλη κουνια, με την Nicki στην αγκαλια του. Ειχε τοσα πραγματα να της πει! Πως θα μπορουσε να αναπληρωσει ολα αυτα τα χρονια που ηταν μακρυα τους; Δεν ηθελε να ξαναφυγει.
“Τα κοριτσια που ειναι;” ρωτησε, χαιδευοντας τα μαλλια της γυναικας του. Δεν τα αφηνε με τιποτα.
“Ετοιμαζονται. Θα βγουν.” απαντησε εκεινη με τα ματια κλειστα, να απολαμβανει το χαδι του.
“Δε θελω να τις χασω απο τα ματια μου.”
Η Nicki δεν απαντησε. Θα μπορουσε να ακολουθησει μεγαλη κουβεντα. Ο Tom κοντοσταθηκε για λιγο, σαν να μην ηξερε πως να συνεχισει.
“Nicki...ξερω πως οταν παντρευτηκαμε δεν σχεδιαζαμε ετσι τη ζωη μας.”
“Ναι. Αλλα ετσι τα εφερε.”
Ο Tom ξεροβηξε.
“Αυτο που θελω να πω ειναι...ξερεις οτι θα εκανα τα παντα για να μην ξαναφυγω...”
Η Nicki ανασηκωθηκε, απομακρυνθηκε απο την αγκαλια του.
“Tom, θα εισαι για λιγες μερες εδω. Στ' αληθεια θες να το συζητησουμε αυτο;”
“Τι εννοεις; Φυσικα και θελω να μιλησουμε.”
“Ναι, αλλα γι' αυτο; Θα ειπωθουν βαριες κουβεντες, Tom. Ασε απλως τις μερες να περασουν. Ξερεις πολυ καλα, οπως κι εγω, οτι δεν θα αλλαξει τιποτα.”
Ο Tom πηρε βαθια ανασα. Δεν ηξερε αν ηθελε να το αντιμετωπισει. Αλλα ποτε θα ξαναβλεπε τα κοριτσια του; Στο βαθος του μυαλου φωλιαζε μια ιδεα που ποτε δεν την εφερνε στην επιφανεια, γιατι θεωρουσε οτι αν την πολυσκαλιζε στο τελος θα της εδινε σαρκα και οστα: κι αν δεν επεστρεφε ποτε ζωντανος απο τον πολεμο;
Αποδιωξε την ιδεα, καθως η Nicki τον παρακολουθουσε με τα μεγαλα, υγρα ματια της. Υγρα απο τα δακρυα που ηθελε να χυσει, αλλα συγκρατουσε. Ειχε κλαψει πολλες φορες αυτα τα χρονια, ηθελε πολλες φορες εναν ωμο για να γειρει, καποιον να στηριχτει, αλλα παντα ηταν μονη της. Παντα ο συντροφος της, αυτος με τον οποιο ειχαν δωσει τους ορκους αιωνιας αγαπης, ελειπε. Ηθελε να του πει τοσα πραγματα, να τον κατηγορησει, να ξεσπασει, να του πει ποσο τον αγαπουσε...
“Πες μου Nicki. Σε παρακαλω μιλα μου. Νομιζω οτι ξερω τι θες να μου πεις, αλλα καλυτερα να το βγαλεις απο μεσα σου.”
Η Nicki αμφιταλαντευτηκε λιγο, αναμεσα στην επιθυμια της να του μιλησει, να του πει ολα οσα την απασχολουσαν και σε αυτο που ελεγε η λογικη της: μην πεις τιποτα, αυτος ο ενας μηνας ηταν ευλογια και δεν θα επρεπε να τον σπαταλησουν σε ανωφελες κουβεντες. Προτου προλαβει να σταματησει τον εαυτο της ομως ειχε αρχισει να μιλαει σε ρυθμο πολυβολου.
“Γιατι μου λες οτι θα εκανες τα παντα για να μην ξαναφυγεις; Δεν καταλαβαινεις ποσο υποκριτικο ακουγεται; Χριστε μου, τα κοριτσια με ρωτανε συνεχεια ποτε θα σε δουνε! Η μικρη δεν θυμοταν το προσωπο σου κι εκλαιγε ολη την εβδομαδα προτου ερθεις, γιατι φοβοταν οτι δεν θα αναγνωριζε τον μπαμπα της! Και μου λες οτι θα εκανες τα παντα; Δηλαδη πρεπει να υποθεσω οτι ακομα δεν εχεις προσπαθησει, ετσι δεν ειναι;”
Δεν μπορουσε να κρατησει αλλο τα δακρυα της. Εκρυψε το προσωπο στις παλαμες της και αρχισε να τρανταζεται απο τους λυγμους.
“Η Pamela σκοπευει να δηλωσει εθελοντρια. Καποιος απο το Υπουργειο Πολεμου τους μιλησε στη σχολη για τις αναγκες που εχουν απο γιατρους και νοσοκομους στα μετωπα. Θελει να δηλωσει εθελοντρια στην Αφροδιτη, μηπως και ειναι κοντα σου, Tom, το καταλαβαινεις αυτο; Τα κορακια του Υπουργειου θελουν κι αλλους, κι αλλους! Δεν τους εφτασαν ολοι οι νεκροι τοσα χρονια, τωρα τριγυρνανε στις σχολες και ψαχνουν για εθελοντες! Και η Sam...η Samantha εχει εφιαλτες εδω και τρια χρονια! Τρια χρονια! Δεν μπορει να κοιμηθει, περιμενει απο μερα σε μερα να ερθει καποιος και να μας φερει το χαρτι που θα γραφει οτι αγνοεισαι! Τρια χρονια! Ξερεις πως ειναι η ζωη μας Tom; Ξερεις πως ειναι χωρις εσενα; Χωρις εναν ανθρωπο να του πω τα προβληματα μου, εναν ανθρωπο για να κλαψω μαζι του, να γελασω μαζι του, διαολε, να ζησω μαζι του! Και μου λες οτι θα εκανες τα παντα; Δε σε πιστευω Tom, οχι πια. Οχι. Επελεξες τη ζωη σου.”
Ο Tom καθοταν αμιλητος σαν να ειχε φαει χαστουκι. Ετριψε τους κροταφους του και προσπαθησε να την αγκαλιασει. Εκεινη τον αποδιωξε. Σκουπισε τα ματια της και τον κοιταξε, ρουφωντας τη μυτη της. Η φωνη της ετρεμε, αλλα προσπαθουσε να την κανει να ακουγεται σταθερη.
“Οι γιατροι μου βρηκαν ογκο. Στο στηθος. Ειναι καλοηθης, λενε, αλλα ενας ογκος ειναι ενας ογκος. Τα κοριτσια δεν ξερουν τιποτα. Δεν προκειται να τους πω τιποτα. Οι ιδιες πονταρουν πολλα σε αυτες τις μερες, για να σε πεισουν να μεινεις εδω. Κι εγω δεν ξερω τι αλλο να κανω. Χρειαζομαι καποιον διπλα μου. Ηρθε η ωρα να παρεις την αποφαση σου, Tom. Οχι αλλες υπεκφυγες.”
Αυτη τη φορα ο Tom εμοιαζε να εχει φαει οχι χαστουκι, αλλα μπουνια. Δεν ηξερε τι να πρωτοπει, που να εστιασει. Η Nicki δεν τον πιεσε. Σκουπισε ξανα τα μαγουλα της και μπηκε στην κουζινα του μικρου μπανγκαλοου που ειχαν νοικιασει γι΄αυτες τις δυο εβδομαδες.

Εκανε εναν μεγαλο περιπατο, προσπαθωντας να βαλει τις σκεψεις του σε ταξη, αλλα δεν ηξερε τι να πρωτοσκεφτει. Φανταζοταν οτι η αποφαση θα επρεπε να ειναι πολυ ευκολη, αλλα αυτος δεν εβρισκε τον τροπο να την παρει. Τον στοιχειωναν δυο ονοματα εδω και πολλα χρονια: ο Willy και η Ashley. Δυο παιδια που δεν τα ειχε γνωρισει ποτε του, δυο ονοματα που γυροφερναν στο μυαλο του απο τοτε που η Ashley του ειχε γραψει ενα σπαραξικαρδιο γραμμα σχετικα με τον θανατο του αγαπημενου της. Ολα ειχαν γινει γι' αυτα τα δυο παιδια: η αντεπιθεση τους στο Anchra Bay, η καταστροφη της Bauhaus, το οτι ο ελεγχος ολου του Αρχιπελαγους βρισκοταν στα χερια του τοσα χρονια...ολα για τον Willy και την Ashley. Τοσες ανθρωποθυσιες, τοσες προσφορες για την ψυχη ενος αδικοχαμενου ναυτη. Ποσες ακομα; Ποσες ακομα θα ακολουθουσαν ωστε η απεγνωσμενη φωνη μιας κοπελας που εβγαινε απο ενα αψυχο χαρτι να παψει; Ποσες θυσιες επρεπε να προσφερει ακομα ωστε το μυαλο του και η ψυχη του να ησυχασει;
Η Nicki δεν ξανααναφερθηκε στο θεμα. Οι μερες περασαν πολυ γρηγορα. Προτου καν το καταλαβει κανεις τους, το ημερολογιο εδειχνε 25 Σεπτεμβρίου. Ειχαν περασει δυο εβδομαδες στην Crystal Lake. Το τοπιο δεν ειχε αλλαξει, αλλα υπηρχαν πολυ λιγοτεροι ανθρωποι αυτη τη φορα που εκαναν διακοπες. Τις νυχτες, η νοσταλγια του για μια διαφορετικη ζωη τον πονουσε σχεδον σαν να του ειχαν χωσει μαχαιρι στην καρδια. Δεν ηθελε να φυγει, αλλα ηξερε οτι δεν ειχε παραβει ποτε το καθηκον του. Οι κορες του προσπαθουσαν να προλαβουν καθε του επιθυμια και τον κοιτουσαν παντα μεσα στα ματια, κατι που δεν αντεχε. Τα χαδια της γυναικας του, που γρηγορα ειχε αφησει το ξεσπασμα της πισω, του φαινονταν τοσο γλυκα και γεματα αγαπη, που καταντουσαν ανυποφορα. Δεν αντεχε ολες τις περιποιησεις του, ουτε τις πραξεις αγαπης τους, γιατι ειχε παρει την αποφαση του: θα επεστρεφε σε αυτο που ηξερε να κανει πιο καλα.
Στις 26 πηγαν ολοι μαζι στο αστροδρομιο της πρωτευουσας. Αποχωριστηκε με τα κοριτσια του με υποσχεσεις για γρηγορη επιστροφη και πολλα δακρυα. Η τελευταια αγκαλια του με την Nicki ηταν το πιο δυσκολο πραγμα που ειχε κανει ποτε. Η γυναικα του δεν εκλαψε, δεν φωναξε κι αυτο ηταν το χειροτερο απ' ολα. Ειχε απλα παραιτηθει απο την ελπιδα να ζησουν μια ζωη μαζι. Της ψιθυρισε στο αυτι οτι θα φροντιζε να παρει κι αλλη αδεια πριν τελειωσει ο χρονος, αλλα αυτη απλως τον εσπρωξε ελαφρα, διωχνοντας τον απο την αγκαλια της.

Πισω στην Αφροδιτη ο Bailey δεν ειχε να του αναφερει τιποτα σπουδαιο. Ηταν εκνευρισμενος γιατι η δικια του αδεια ειχε ανακληθει για δεκα μερες. Σχεδον δεν μιλησε στον Johnson οταν εφτασε. Του αφησε ενα χαρτι με ολες τις κινησεις της Bauhaus που ειχαν γινει τον Σεπτεμβριο και κλειστηκε στο δωματιο του. Η ψυχολογια του Tom δεν ηταν και στα καλυτερα του και δεν ασχοληθηκε με τον Bailey, οπως θα εκανε σε καθε αλλη περιπτωση.
Η Bauhaus ειχε καταλαβει αλλα τρια νησια, εντεκα βασεις τους δεν ειχαν επικοινωνησει καθολου και ο εχθρικος στολος ειχε μετακινηθει αλλα δεκατρια ναυτικα μιλια προς τα νοτια.
“Σκατα”, μουρμουρισε ο Johnson κατω απο τα μουστακια του, “αυτο ηταν το 'τιποτα σπουδαιο' που ελεγε ο Matt;”
Επρεπε να αναλαβει δραση. Ηδη μετρουσε υπερβολικα πολλες απωλειες και ο στολος της Bauhaus αλωνιζε στα πελαγη χωρις αντιπαλο.
- παλι τα δυο ονοματα του ηρθαν στο νου -
Αποφασισε να οργανωσει τον στρατο του με σκοπο να επιτεθει στον στολο βορεια του οσο το δυνατον συντομοτερα.


***

Τελικα, το 'οσον το δυνατον συντομοτερα' ηταν τρεις μηνες μετα. Ο στολος του βρισκοταν στη μεση διαδικασιων συντηρησης και δεν μπορουσε να μετακινησει ουτε βαρκα. Αναγκαστηκε να περιμενει λιγο ακομα, αν και η συντηρηση ηταν καλη διακιολογια για να μην προσπαθησει τιποτα, αφου ο Bailey ειχε παρει πλεον την πολυποθητη αδεια και δεν θα ειχε σε ποιον να στηριχτει.
Αποφασισε να επιτεθει στις αρχες του επομενου ετους, ετσι για να ευχηθει 'Καλη Χρονια'.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου