Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

(42) Όμορφο καλοκαίρι...

Το ιατρειο ηταν ενας σωρος από φλεγομενα ερειπια. Ο Ivan μπορουσε να δει τρια πτωματα με ιατρικες στολες να βρισκονται στην εισοδο, καθως τα τελευταια δευτερολεπτα της ζωης τους προσπαθουσαν να βγουν στο καταστρωμα. Εκανε μια προσπαθεια να μπει στο δωματιο μηπως κι εβρισκε καποιο κουτι πρωτων βοηθειων, αλλα γρηγορα καταλαβε ότι δεν ειχε νοημα. Το ιατρειο βρισκοταν στην βαση του πυργου ελεγχου που θα μπορουσε να καταρρευσει από στιγμη σε στιγμη.
Βγηκε παλι στο καταστρωμα και κοιταξε απελπισμενος ψηλα. Καπου στην αιθουσα επιχειρησεων βρισκοταν και ο διοικητης τους. Κοντοσταθηκε αμφιταλαντευομενος μεταξυ του ενστικτου της επιβιωσης του και του καθηκοντος του. Δεν μπορουσε να κανει τιποτα για τον Bachman ή τον Elfman. Ισως όμως να μπορουσε να βοηθησει τον Wolfenstein.
Ετρεξε παλι προς την σκαλα, αυτή τη φορα ανεβαινοντας την με ανεση. Προσπερασε αδιαφορα τα πτωματα των ναυτων που ειχαν τσαλαπατηθει μεσα στον πανικο και, καλυπτοντας το προσωπο του με το μανικι του για να μην εισπνευσει καπνο, μπηκε μεσα στην αιθουσα ελεγχου.
Εριξε μια γρηγορη ματια στον χωρο και ειδε μονο φλεγομενα κομματια μεταλλου και ένα ανθρωπινο χερι. Όλα τα αλλα τα καλυπτε ο καπνος. Από το καταστρωμα ακουγονταν αμυδρα κραυγες πληγωμενων και ενας ολοενα και πιο δυνατος θορυβος από σιδερα που λυγιζαν.
«Δεν εχω χρονο», μουρμουρισε σε κανεναν απολυτως.
Προχωρησε επιφυλακτικα προς το κεντρο του δωματιου, σαν να φοβοταν ότι το παραμικρο απροσεκτο βημα θα προκαλουσε την πτωση του πυργου. Γλιστρισε σε καποιο υγρο
– μαλλον αιμα –
σκεφτηκε αοριστα και κλωτσησε κατι που εμοιαζε υπερβολικα με ποδι. Σκατα, θα μπορουσε να ανηκε στον Elfman. Προχωρησε κι αλλα μετρα, παρολο που ο καπνος γεμιζε πια το δωματιο. Ο Wolfenstein αποκλειεται να ειχε επιζησει, σκεφτοταν συνεχεια το μυαλο του, χωρις να μπορει να το σταματησει.
Πατησε κατι μαλακο και σταματησε. Ειχε ακουσει κατι – ένα πνιχτο ηχο. Καποιος ηταν ακομα εκει, ηταν ζωντανος, και ο Ivan τον πατουσε. Εσκυψε και επιασε στα τυφλα αυτό που θεωρησε ότι μπορουσε να είναι ωμος. Τραβηξε τον ανθρωπο από τα συντριμμια στα οποια ειχε θαφτει και αναγνωρισε την στολη που αναζητουσε. Ο Wolfenstein ηταν ζωντανος, αν και το προσωπο του ηταν γεματο αιμα και τα δυο του χερια κρεμονταν σε αφυσικες γωνιες. Ανασαινε βαρια. Τον επιασε από τις μασχαλες όπως ειχε κανει πεντε λεπτα πριν και με τον Elfman και τον τραβηξε εξω. Αντιθετα με τον συναδελφο του, δεν ειχε κανενα προβλημα να τραβηξει τον Ανωτατο Αξιωματικο του στολου του στις σκαλες, με τα ποδια του να σερνονται και χωρις να τον ενδιαφερει αν θα χτυπουσε. Λιγο πριν φτασει στην βαση της σκαλας, άλλη μια εκρηξη τρανταξε το πλοιο. Ο Ivan καταλαβε ότι δεν υπηρχε περιπτωση να μην βυθιστει το Argos.
Με πολύ προσπαθεια βγηκε από τον πυργο ελεγχου κρατωντας ακομα σφιχτα τον Wolfenstein. Τον απιθωσε στο καταστρωμα κι επειτα ξαπλωσε ανασκελα, προσπαθωντας να παρει ανασα.
Το βλεμμα του πλανηθηκε στον κατεστραμμενο πυργο και τους πυκνους καπνους που απλωνονταν στον ουρανο κι επειτα ταξιδεψε στον απεραντο γαλαζιο ουρανο.
Καλοκαιρι.
Ηταν καλοκαιρι.
Ομορφο καλοκαιρι.
Κι αυτοι σκοτωνονταν μεταξυ τους. Οι ηχοι γυρω του εσβηναν σιγα-σιγα καθως το μυαλο του ταξιδευε στο καλοκαιρι πριν εξι χρονια, όταν ειχε παρει αδεια (το Υπουργειο Προπαγανδας ειχε θεωρησει καλο το να τους δινουν μερικες μερες αδειας που και που ώστε μετα να αφοσιωνονται στο καθηκον τους ακομα καλυτερα – δηλαδη στο να σφαζουν αδιακριτως) και ειχε μεινει για δυο εβδομαδες σε μια σκηνη σε μια παραλια στα βορεια της Ισημερινης Ηπειρου. Ωραιο καλοκαιρι, το ομορφοτερο της ζωης του, ένα διαλειμμα από τις καθημερινες σφαγες και την βια.
Δακρυσε στο τωρα καθως θυμοταν μια βουτια του στο τοτε, στα βαθυπρασινα νερα της θαλασσας.
Η ελευθερια που ειχε νιωσει…μια αισθηση που όταν την γευτεις δεν ψαχνεις τιποτα άλλο, ποτε πια.
Τοτε, τωρα.
Δακρυσε παλι.
Ποσο ακομα, Θεε μου;
Ποσο ακομα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου