Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

(79) Σαν όνειρο...

Ενιωσε να βυθιζεται παλι σε ένα ονειρο. Ο κοσμος σκοτεινιασε κι ο ιδιος εκλεισε τα ματια του σφιχτα. Όταν τα ξανανοιξε βρισκοταν καθισμενος σε ένα διπλο κρεβατι με δροσερα σεντονια. Η κουρτινα που ηταν τραβηγμενη ώστε να μην αφηνει το φως του ηλιου να μπαινει, εδινε ένα σκουρο μπλε χρωμα στο δωματιο. Περιεργαστηκε για λιγο τον χωρο και ξαφνικα συνειδητοποιησε ότι του ηταν πολύ οικειος.
Περασε το χερι του πανω από τα τσαλακωμενα σεντονια. Εμοιαζε σαν καποιος να ειχε μολις σηκωθει. Στο δωματιο υπηρχε απολυτη ησυχια, σαν να μην υπηρχε κανεις άλλος στον κοσμο, εκτος από αυτόν.
Μια κουνια ηταν στα δεξια του. Σηκωθηκε προσεκτικα και αθορυβα και κοιταξε μεσα.
Ένα μωρο. Ο Orestes. Ο Οrestes του.
Ενιωσε δακρυα να του ερχονται στα ματια. Ηθελε να ουρλιαξει από την χαρα του, αλλα δεν ηθελε να ξυπνησει το μωρο. Το πηρε αγκαλια προσεκτικα και το εσφιξε πανω του. Ο Orestes δεν ξυπνησε, απλα συνεχισε να ανασαινει ρυθμικα και τοσο ησυχα, που σχεδον δεν ακουγοταν. Ο Angus μπορουσε να νιωσει την καρδουλα του να χτυπα σε τακτικα διαστηματα.
Το φιλησε στο κεφαλακι του μια, δυο, πεντε, εκατο φορες. Δεν μπορουσε να πιστεψει ότι βρισκοταν πισω στο σπιτι του. Δεν χορταινε να κοιταζει τον γιο του, τον πρωτοτοκο του, τον καρπο της αγαπης του με την Katia.
Ακουσε σιγανα βηματα πισω του, αλλα δεν γυρισε. Ποιος άλλος θα μπορουσε να είναι, εκτος από εκεινη;
Η Katia τον αγκαλιασε από την μεση και τον φιλησε στην πλατη. Εκεινος ανατριχιασε κι εκλεισε τα ματια του. Η γυναικα του τον εσφιξε για αρκετα δευτερολεπτα, κι επειτα σταθηκε μπροστα του. Απλωσε τα χερια της και πηρε τον Orestes στην αγκαλια της. Ο μικρος γκρινιαξε για μια μονο στιγμη κι επειτα βυθιστηκε παλι στον βαθυ του υπνο.
«Αγαπη μου…πρεπει να φυγεις. Να επιστρεψεις…εκει που ανηκεις.»
Ο Angus χαμογελασε απορημενος.
«Τι…τι εννοεις;»
Η Katia τον κοιταξε με ένα θλιμμενο χαμογελο ζωγραφισμενο στο προσωπο της.
«Σε περιμενα…όλα αυτά τα χρονια. Αλλα δεν ηρθες…ποτε. Και τωρα πρεπει να γυρισεις πισω. Σε αυτους με τους οποιους περασες ολα αυτά τα χρονια. Σε αυτους που ηταν η πραγματικη σου οικογενεια. Σε αυτους μαζι με τους οποιους εζησες…και θα πεθανεις.»
Ο Angus ενιωσε την καρδια του να σταματα. Συνοφρυωθηκε.
«Που είναι ο Agamemnon; Που τον εχεις; Είναι καλα;»
Η Katia δεν αποκριθηκε. Ένα δακρυ ελαμψε στο δεξι της μαγουλο και δαγκωσε τα χειλη της. Εβαλε τον Orestes ξανα πισω στην κουνια και τον χαιδεψε στο μαγουλο.
Επειτα πλησιασε τον Angus. Η καρδια του βροντοχτυπουσε.
«Αντιο, Angus μου. Μην μας ξεχασεις…εμεις δεν θα σε ξεχασουμε. Να εισαι δυνατος… ως το τελος.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου