Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

(78) Πριν το τέλος

Άλλη μιαμιση ωρα περασε ετσι. Ο αερας γινοταν ολο και πιο βαρυς. Ο Angus κοιτουσε εξω από το φινιστρινι, αναλογιζομενος την θαλασσα. Πλανευτρα θαλασσα, ετσι την ελεγε ο πατερας του. Μια θεα που ζητουσε συνεχεια θυσιες. Και η οικογενεια Weinstein της ειχε προσφερει αρκετες.
Αρκετοι από το πληρωμα ειχαν πεσει λιποθυμοι από την ελλειψη οξυγονου. Ο Angus ευχοταν να μην ξαναξυπνουσαν και περιμενε κι αυτος την σειρα του. Δεκα λεπτα πριν ο Peter ειχε ξαναλιποθυμησει, κι από τοτε δεν ειχε ξανακουνηθει.
Ο Mikael τον πλησιασε με αργα, ζαλισμενα βηματα.
«Διοικητα…» ξεκινησε κι εκλεισε τα ματια του. Ζαλιζοταν πολύ.
«Ναι, Mikael.»
«Θα ηθελα να μου δανεισετε το οπλο σας.»
Ο Angus ετοιμαστηκε να ρωτησει γιατι, αλλα αποφασισε ότι μαλλον ηξερε και πολύ καλα μαλιστα. Χωρις να αφησει από τα ματια του τον Mikael, εβγαλε το περιστροφο του από την θηκη και του το προσφερε.
«Εχει σφαιρα για εσας;» ρωτησε ο Mikael και του Angus του ηρθε να βαλει τα γελια. Η ευγενεια σε ολο της το μεγαλειο! Εγνεψε καταφατικα.
«Δεν θα την χρειαστω, Mike. Μπορεις να χρησιμοποιησεις οσες θες.»
Ένα παρανοικο χαμογελο σχηματιστηκε στο προσωπο του ασυρματιστη. Επειτα απομακρυνθηκε με ασταθη βηματα.
Σαν μεσα σε ονειρο ο Angus τον ειδε να φοραει το καπελο του και να γυαλιζει το ταμπελακι με το ονομα του. Επειτα εκλεισε τα ματια του σαν να προσευχοταν, εβαλε το περιστροφο στο στομα του και τραβηξε την σκανδαλη.
«Αυτος μου φαινεται ο καλυτερος τροπος», ακουστηκε μια φωνη διπλα του. Ο von Krauss ειχε ξυπνησει. Οι λεξεις εβγαιναν αργα από το στομα του, σαν να σκεφτοταν σε ποια σειρα να τις βαλει ώστε να σχηματισει την προταση που ηθελε.
«Γρηγορος, αποτελεσματικος και…και περηφανος. Μακαρι να μπορουσα να το κανω κι εγω.»
«Δεν υπαρχει τιποτα περηφανο στον θανατο», απαντησε αφηρημενα ο Angus. Πισω από τον Mikael, μια σκουρα κηλιδα απλωνοταν στο τοιχωμα του υποβρυχιου.
«Εχεις κοπελα, διοικητα;» ρωτησε ο Sigur. Στο μυαλο του Angus ηρθε η Katia.
«Ειμαι παντρεμενος, Sigur. Εχω και δυο παιδια.»
«Να…να σου ζησουν. Κι ευχομαι να μεγαλωσουν χωρις πολεμο…Εγω δεν εχω κοπελα. Η μανα μου ηθελε να με παντρεψει με καποια, ώστε να ετοιμασω τα χαρτια της απαλλαγης μου ως προστατης οικογενειας, αλλα προτιμησα να καταταγω. Αστειο δεν είναι;»
Ο Angus δεν εβρισκε τιποτα το αστειο, αλλα προτιμησε να μην το πει.
«Ναι. Είναι αστειο. Αλλα ετσι κι αλλιως τα χαρτια για τους προστατες οικογενειας δεν αξιζουν μια πια. Ακου κι εμενα. Θα επρεπε να ημουν σπιτι μου. Αλλα ειχα να επιβλεπω έναν πολεμο για την εταιρεια.»
«Α, ναι. Αυτό μας εφαγε. Αναρωτιεμαι αν θυμαται κανεις γιατι πολεμαμε.»
Ο Sigur ξεσπασε σε ένα αγριο γελιο, που πολύ γρηγορα μετατραπηκε σε βηχα.
«Γαμωτο…δεν εχουμε αρκετο οξυγονο ουτε για να γελασουμε…»
Στραφηκε αποτομα προς το μερος του Angus. Τα ματια του γυαλιζαν.
«Ποσο μας εμεινε; Δεκα λεπτα; Εικοσι; Η εταιρεια θα συνεχισει να υπαρχει, αδιαφορωντας για εμας. Δωσαμε την ζωη μας, Angus, κι αυτό γιατι; Για την εταιρεια; Να παει να γαμηθει!»
Αρπαξε έναν μεταλλικο σωληνα που ειχε αποκολληθει κατά την εκρηξη. Το στομιο του φαινοταν κοφτερο. Τον περιεργαστηκε για λιγο με προσηλωση.
«Ετσι θα καταληξουμε ολοι.»
Προτου ο Angus προλαβει να τον σταματησει, καρφωσε τον σωληνα στο σαγονι του. Τα ματια του δακρυσαν, αιμα τιναχτηκε στο στερνο του και ενας πνιχτος ηχος ακουστηκε καθως η γλωσσα του κοβοταν. Τα ποδια του τιναχτηκαν για δεκα δευτερολεπτα και μετα σταματησαν.
Όλα ειχαν συμβει σε λιγοτερο από μισο δευτερολεπτο. Ο Angus απεμεινε να τον κοιταζει για λιγο ακομη, προσπαθωντας να συνειδητοποιησει τι ειχε συμβει, αλλα το μυαλο του δουλευε πλεον πολύ αργα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου