Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

(23) Απλά ένα όνειρο

Ηξερε ότι ηταν ονειρο, γιατι ειχαν περασει δεκα χρονια από τοτε που ειχαν παει στην λιμνη και οι δυο του κορες δεν ειχαν καν γεννηθει. Στο ονειρο του κρατουσε αγκαλια την Susan, ενώ η Pamela και η Samantha περπατουσαν πιασμενες χερι-χερι αναμεσα σε αυτόν και την Nicki. Περπατουσαν ολοι μαζι διπλα-διπλα, κατω από τον γερο-Joe. Δεν ειχαν καταφερει να τον δουνε από κοντα τελικα, αλλα ο Tom φανταζοταν ότι θα εμοιαζε όπως και στο ονειρο του: τοσο ψηλος ώστε να προκαλει δεος με το μεγεθος του και πιο παλιος από την ιδια την εταιρεια. Κατω απο τα κλαδια του η σκια του γιγαντιου δεντρου προσφερε καταφυγιο στον ιδιο και την οικογενεια του, ένα δροσερο μερος για να ξαποστασουν. Εκατσαν στο πρασινο, μαλακο χορταρι σε κυκλο και αφουγκραστηκαν την απεραντη σιωπη. Η Susan προσπαθουσε να βαλει τα χερακια της στο στομα του Tom κι εκεινος γελασε κι επειτα γελασε και η Nicki και τα κοριτσια. Γελουσαν, γελουσαν, γελουσαν κι όλα ηταν τοσο ομορφα, τοσο διαφορετικα, τοσο παλια και τοσο καινουργια, σαν deja-vu από το μελλον. Κι ο Tom μπορουσε για αλλη μια φορα να αναπνευσει τον αερα της πατριδας του, τον γλυκο αερα του Αυγουστου, διπλα στην λιμνη, διπλα στα κρυσταλλινα νερα της, μακρυα από τον δηλητηριωδη αερα της Αφροδιτης, από τα βρωμικα νερα των ωκεανων της, από τον θανατο που παραμονευε σε στερια και θαλασσα…
Μακρυα και…


…πισω στην Αφροδιτη. Ανακαθισε με την νοσταλγια να τον τρυπαει στην καρδια σαν μαχαιρι. Ηθελε να ουρλιαξει. Δεν αντεχε άλλο μακρυα τους, ηθελε να τις δει ολες και να τις παρει αγκαλια μια-μια, ηθελε να πλαγιασει με την γυναικα του και να την γεμισει φιλια, να κοιμηθει διπλα της με το χερι του ακουμπισμενο τρυφερα στο στηθος της, να δει τα χαμογελα στο προσωπο τους, να ζησει λιγες ακομα ωρες μαζι τους…
Κι αν δεν καταφερνε να τις ξαναδει; Τιποτα δεν ηταν στο χερι του, τιποτα δεν μπορουσε να ελεγξει πλεον στην ζωη του. Ηταν αναγκασμενος να βρισκεται σε έναν ξενο πλανητη, οπου οσο κι αν τον ειχε συνηθισει και σχεδον αγαπησει, ποτε δεν θα μπορουσε να παρει την θεση του Αρη στην καρδια του. Ηταν αναγκασμενος να βρισκεται μακρυα από τα αγαπημενα του προσωπα, αντιμετωπος με ανθρωπους που δεν ειχε δει ποτε στη ζωη του και που επρεπε να σκοτωσει για να καταφερει αυτος να επιζησει, ανθρωπους που επρεπε να στερησει από την οικογενεια τους για να μπορεσει εκεινος να επιστρεψει στην δικη του. Και ηξερε ότι στην άλλη πλευρα υπηρχαν ατομα που βρισκονταν στην θεση του, με λιγα λογια ατομα που επρεπε να κανουν ακριβως ότι κι αυτος για να ξαναδουν τις οικογενειες τους. Ποτε πριν η συνειδητοποιηση της τρελας και του παραλογισμου αυτου του πολεμου δεν τον ειχαν χτυπησει με τοση δυναμη. Ειχε τοση δυναμη στα χερια του και παρολα αυτά δεν ειχε τιποτα. Μπορουσε να καταστρεψει ολοκληρο τον πλανητη σε λιγους μηνες και παρολα αυτά δεν μπορουσε να φυγει για μια εβδομαδα.
Επιασε το κεφαλι του και πιεσε τους κροταφους του. Ειδε αστερακια και το βαρυ του κεφαλι ηρεμησε καπως. Πηρε βαθια ανασα και ηπιε λιγο δροσερο νερο από το μπουκαλι που ειχε διπλα στο κρεβατι του. Ενιωσε το εδαφος να κινειται και κοιταξε εξω από το παραθυρο του. Δεν εβρεχε, αλλα ο ανεμος ειχε δυναμωσει τοσο πολύ που το καραβι ταλαντευοταν. Τα κυματα εβρεχαν το καταστρωμα, αλλα δεν υπηρχε φοβος για τιποτα. Όλα ηταν υπο ελεγ-
Σχεδον γελασε όταν το σκεφτηκε. Τιποτα δεν ηταν υπο ελεγχο! Και σιγουρα ακομα και μια τετοια σκεψη για την θαλασσα ηταν προσβλητικη. Δεν μπορουσες ποτε να υποταξεις την θαλασσα, όπως δεν μπορουσες να υποταξεις και την μοιρα σου. Κι οποιος ισχυριζοταν το αντιθετο ειχε μαυρα μεσανυχτα.
Ηπιε μια γουλια νερο ακομη και ξαπλωσε παλι. Ειχε ακομα εξι ωρες μπροστα του αν όλα πηγαιναν βασει προγραμματος, αλλα ηξερε ότι δεν θα τον ξαναπαιρνε ο υπνος. Και ειχε δικιο. Περασε την υπολοιπη νυχτα του στριφογυριζοντας στο κρεβατι του, αποζητωντας την συντροφια του, ένα γυναικειο κορμι που βρισκοταν χιλιαδες χιλιομετρα μακρυα του, ξαπλωμενο σε ένα κρυο κρεβατι σαν το δικο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου