Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

(13) Φίλοι και συνάδελφοι

«Σε ενοχλει ποτε αυτό που ειμαι;» ρωτησε με χαμηλη, αδιαφορη φωνη ο Augustus. Ο Angus εβαλε τον αντιχειρα του στην σελιδα του βιβλιου που διαβαζε και τον κοιταξε. Ο Augustus κοιτουσε το βαθυ μπλε του βυθου από το φινιστρινι σκεφτικος.
Ο Angus σουφρωσε τα χειλια, σαν να μην ηξερε τι να απαντησει.
«Και τι εισαι ακριβως;» ρωτησε τελικα.
«Γκει. Αδερφη. ‘Βαζω το τρενο στις ραγες’, όπως ελεγε ο πατερας μου. Σε ενοχλει ποτε;»
Ο Angus τσακισε με προσοχη την σελιδα και αφησε το βιβλιο διπλα του. Ετριψε τα ματια του, αλλα και παλι δεν βιαστηκε να απαντησει. Ο Augustus συνεχιζε να κοιταζει με προσηλωση τον βυθο, σαν να μπορουσε να διακρινει κατι πολύ ενδιαφερον εκει εξω, παρολο που δεν φαινοταν τιποτα.
«Κοιτα, δεν μπορω να πω ότι δεν σοκαριστηκα όταν το καταλαβα…αλλα αυτό δεν εχει να κανει με την προσωπικοτητα σου. Μαλλον δεν περιμενα καποιος με το παρουσιαστικο σου να είναι…ξερεις, γκει.»
«Αδερφη του κερατα πες με, δεν θα παρεξηγηθω. Πως θα με περιμενες; Με κολαν και τσαντακι δεσποινιδος; Με φωνη ναζιαρας γατουλας;»
«Ε…δεν ξερω. Δεν εκατσα ποτε να το σκεφτω. Εχω γνωρισει κι αλλους σαν κι εσενα στην ζωη μου, αλλα ηταν πολύ…πώς να το πω…πολύ θηλυπρεπεις. Κι εσενα…εσενα σε ηξερα από την σχολη. Ακομα θυμαμαι την Eileen με την οποια εβγαινες. Κακασχημη, αν θες την γνωμη μου και λεπτη σαν στεκα, αλλα δεν επαυε να είναι γυναικα.»
Ο Augustus χασκογελασε.
«Η Eileen! Που την θυμηθηκες…» Τα ματια του φανηκαν να εστιαζουν περα από το απεραντο μπλε του βυθου, σε ένα παρελθον που δεν ηταν και τοσο μακρυνο.
«Πως την φωναζατε;» ρωτησε, με ένα αμυδρο χαμογελο να πλαναται στα χειλη του.
«Δεσποινις Ξυλαγγουρο», απαντησε αμεσως ο Angus, και εσκασαν και οι δυο στα γελια. Οχι τοσο με το ονομα που ειχε δωσει καποτε ο David, κοινος φιλος και των δυο τους, στην πραγματικα αχαρη κοπελα με την οποια περνουσε τον καιρο του ο Augustus, οσο με το ότι ο Angus φανηκε να μην το εχει ξεχασει ποτε και απλως περιμενε την καταλληλη ευκαιρια να το ξεφουρνισει.
Ο Augustus σκουπισε τα ματια του από τα δακρυα που του ειχαν προκαλεσει τα πολλα γελια.
«Επρεπε να εβλεπες την φατσα σου όταν εμπαινα στο δωματιο μαζι της», ειπε με ένα πονηρο χαμογελο στο προσωπο του. «Αλλαζες τοσο γρηγορα εκφραση, λες και σε ειχε μολις χαστουκισει καποιος.»
«Και παντα θυμομουν ότι ειχα μια επειγουσα δουλεια καπου αλλου εκεινη τη στιγμη», απαντησε ο Angus, μην μπορωντας να σταματησει να γελα, «ενώ αυτό που ηθελα παντα να σου πω ηταν: ‘Μα καλα δεν βλεπεις; Εχεις τρελαθει τελειως;’»
Εμειναν για λιγα δευτερολεπτα αμιλητοι, περιμενοντας να ηρεμησουν από τα γελια. Το σαγονι του Angus πονουσε. Αρχισε να του κανει μαλαξεις για να χαλαρωσει τους μυες.
«Εχεις δικιο…ηταν γυναικα», ειπε ο Augustus, εχοντας ακομα εκεινο το ονειροπολο βλεμμα, σαν να μπορουσε να δει την Δεσποινιδα Ξυλαγγουρο μπροστα του εκεινη ακριβως τη στιγμη. «Αλλα τοτε, αν και βαθια μεσα μου ημουν σιγουρος για την σεξουαλικη μου κατευθυνση, πιεσα τον εαυτο μου να προσπαθησω με μια γυναικα. Και η Eileen ηταν η μονη που δεχτηκε να βγει μαζι μου.»
Ξαφνικα ο Angus τον ειδε με τα ματια της φαντασιας του μονο μεσα στο κοινο τους δωματιο, καποια στιγμη που εκεινος ελειπε σε καποιο μαθημα, να κοιταζει ένα περιοδικο με αντρικες φωτογραφιες. Όχι τιποτα προστυχο – ένα περιοδικο ισως σαν το Military Today, ή το Defense, ή ισως ακομη και έναν απλο καταλογο για την καλοκαιρινη κολεξιον καποιας προηγουμενης σεζον. Να κοιταζει τις φωτογραφιες ανδρων που θεωρουνταν προτυπα αρσενικου – φουσκωμενοι μυες, φρεσκοξυρισμενοι, καθαρα χαρακτηριστικα χωρις καμια ατελεια, γαλαζια ματια, ξανθα μαλλια. Όλα οσα δεν θα γινοταν ποτε ο Augustus. Τον φανταστηκε να νιωθει ποθο μεσα του, μια ανεξελεγκτη ορμη να αγκαλιασει καποιον από αυτους και να νιωσει πως ηταν αυτό το συναισθημα…
Κι επειτα να πεταει τα περιοδικα μακρυα του, ντροπιασμενος και να τα κλωτσαει με μανια. Να ντυνεται προσπαθωντας να σκεφτει γυναικεια στηθη και γυμνα μπουτια, αλλα με το μυαλο του να επιστρεφει συνεχεια στα στιβαρα μπρατσα των μοντελων του περιοδικου… Και στο τελος να φευγει από το δωματιο, πεπεισμενος ότι κατι δεν πηγαινε καλα μαζι του και ότι ηθελε να το αλλαξει. Να βρισκει την Eileen -Δεσποινιδα Ξυλαγγουρο, και να της προτεινει να βγουν μαζι εξω, κατι που κανενα αγορι δεν φαινοταν να της εχει ζητησει. Τους ειδε να τρωνε μαζι σε ένα προχειρο φαγαδικο, με το βλεμμα του Augustus να περιπλανιεται στα μικρα, σχεδον ανυπαρκτα βυζια της που εμοιαζαν με λεμονια, και με το μυαλο του στα γαλαζια ματια που τον κοιτουσαν από μια αψυχη φωτογραφια ενός περιοδικου…
«Προσπαθησα. Και δεν εγινε τιποτα», τον διεκοψε η φωνη του Augustus.
«Γιατι μου τα λες όλα αυτά…» προσπαθησε να ρωτησει ο Angus. Θα ηθελε πολύ η φωνη του να εδειχνε απλη απορια, αλλα ακουστηκε σχεδον πανικοβλητος. Ο Augustus το καταλαβε. Χαμογελασε θλιμμενα.
«Μην ανησυχεις Angus. Δεν προκειται να σου πω για την πρωτη μου φορα, ουτε για το αν πονεσα ή αν μ’ αρεσε. Η αρχικη μου ερωτηση ισχυει ακομα: σε ενοχλει ποτε αυτό που ειμαι; Κι αν ναι, ποσο σε ενοχλει;»
«Τι σε απασχολει; Γιατι δεν μου λες ευθεως;» ρωτησε καπως ενοχλημενος ο Angus. Θεωρουσε ότι η ερωτηση δεν ειχε καμια σχεση με αυτό που ηθελε να πει πραγματικα ο Augustus. Κι αν αυτος ηταν ο μονος τροπος για να θιξει το θεμα που πραγματικα τον απασχολουσε…κατι τοσο προσωπικο που δεν το ειχε συζητησει ποτε με κανεναν…τοτε αυτό που ηθελε να πει αληθινα πρεπει να ηταν κατι πολυ σοβαρο.
«Ευθεως σε ρωτω. Απλως θελω αν σιγουρευτω ότι οι προσωπικες μου προτιμησεις σε ένα τετοιο θεμα δεν θα επηρεασουν την κριση σου για τις ικανοτητες μου σε ολους τους αλλους τομεις της ζωης μου.»
«Θεε μου…αυτό είναι; Αυτό πραγματικα είναι; Νομιζεις ότι επειδη εισαι γκει δεν θα σου εχω εμπιστοσυνη; Αυτό θεωρεις για μενα, τοσα χρονια που με ξερεις;»
Ο Angus φαινοταν σοκαρισμενος, αν και ηταν αληθεια ότι η αντιδραση του ηταν λιγο υπερβολικη. Στην πραγματικοτητα μερικες φορες τον ενοχλουσε που ο καλυτερος φιλος του ‘εβαζε το τρενο στις ραγες’, όπως ειχε πει κι ο ιδιος, αλλα ποτε δεν ειχε σκεφτει ότι θα του δημιουργουσε καποιο προβλημα στην δουλεια. Όταν ξαναμιλησε η φωνη του ηταν ψυχρη.
«Εχεις αλλαξει καθολου από τοτε που ηρθες εδώ;»
«Τι…» ξεκινησε να ρωταει απορημενος ο Augustus.
«Λεω…εχεις αλλαξει καθολου συμπεριφορα από τοτε που φυγαμε από το λιμανι;»
«Όχι.»
«Σκοπευεις να αλλαξεις;»
«Όχι φυσικα.»
«Τοτε δε με νοιαζει αν τον παιρνεις ή αν τον δινεις, αν πηδας γυναικες, αντρες ή μουλαρια, αν παιρνεις πιπες ή σου παιρνουν. Οσο κανεις καλα την δουλεια σου δε με νοιαζει τι κανεις στο κρεβατι σου. Και να μην ξανααναφερεις αυτό το θεμα γιατι με εχεις κανει εξω φρενων. Νομιζα ότι με ηξερες.»
Ο Augustus χαμογελασε.
«Μα σε ξερω. Σε ξερω τοσο καλα που γνωριζω ότι δεν εχεις τσαντιστει καθολου. Λιγο ισως ναι, αλλα εξω φρενων; Με τιποτα. Απλως δεν ξερεις πώς να αντιδρασεις για να με πεισεις ότι δεν σε πειραξε ποτε.»
Ο Angus ανοιξε το στομα του για να απαντησει κι επειτα το ξανακλεισε – δεν ειχε τι να πει.
«Αντε και γαμησου», ειπε τελικα, χωρις κακια.
«Αυτό ακριβως που λεγαμε», απαντησε ο Augustus και, αφου κοιταχτηκαν για ένα δευτερολεπτο μεταξυ τους, εσκασαν παλι στα γελια.
«Τι διαβαζεις;» ρωτησε αφου ησυχασαν. Ο Angus του εδειξε.
«Ευριπιδη; Τον Ορεστη;»
Εκεινος εγνεψε καταφατικα. Ο Augustus τον κοιταξε καχυποπτα.
«Δικο μου δεν είναι;»
Ο Angus χαμογελασε ενοχα.
«Εχεις ενδιαφεροντα βιβλια. Το δανειστηκα μια νυχτα που δεν μπορουσα να κοιμηθω…και εχω διαβασει το μισο μεσα σε δυο μερες.»
Ο Augustus τεντωθηκε.
«Ελληνικη τραγωδια…αν και παρατραβηγμενα σεναρια, σιγουρα κρατανε το ενδιαφερον σου. Εχω κι αλλα, αν το τελειωσεις και θες να τα διαβασεις.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου