Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

(17) Παρελθόν

Ο Tomas ειχε γεννηθει στην πολη που παλιοτερα ηταν γνωστη ως Λας Βεγκας και που καποια στιγμη στον χρονο ειχε μετονομαστει απλα σε Πολη του Τζογου. Δεν ηξερε ποτε ακριβως ξεχαστηκε το πραγματικο ονομα της πολης, παντως ο ιδιος ειχε μεγαλωσει ακουγοντας την λεξη τζογος περισσοτερο από οποιαδηποτε άλλη. Ο ιδιος γεννηθηκε την πιο ζεστη μερα του 2082, στις 5 Ιουλιου, μια μερα που η θερμοκρασια ειχε χτυπησει 51 βαθμους και όλα τα καζινο και οι ναοι του χρηματος του Λας Βεγκας αναγκαστηκαν να κλεισουν, μετα από διαταγη του ιδιου του Προεδρου Smith του Πρωτου. Ηταν η πρωτη φορα στην ιστορια τους που συνεβαινε κατι τετοιο, αν και ηταν επιτακτικο γιατι μεχρι τις 14.34, δηλαδη την ωρα που η Eileen Johnson εδινε ένα τελευταιο σπρωξιμο για να βγει το μωρο που κυοφορουσε τους τελευταιους οκτωμιση μηνες, με τον αντρα της τον John να της κραταει το χερι και να της δινει κουραγιο, μεχρι εκεινη την ωρα λοιπον, εξηντα τρεις ανθρωποι ειχαν πεσει νεκροι από θερμοπληξια.
Ο Tom Johnson, ο ανθρωπος που, σαραντα πεντε χρονια μετα την πρωτη του ανασα σε έναν κοσμο που πλεον ηταν νεκρος κι ερημος, θα εφερνε την καταστροφη σε έναν άλλο κοσμο που ηταν ακομη ζωντανος και καινουργιος, αρχισε την ζωη του όπως και κάθε άλλος ανθρωπος πριν από αυτόν: με ένα τελειως κοινοτυπο κλαμα και μια αδεξια προσπαθεια να παρει ανασα όπως όλα τα μωρα. Ο γιατρος του τον κρατησε όπως ειχε κανει με χιλιαδες αλλα νεογεννητα κι επειτα τον χτυπησε ελαφρα στην πλατη για να τον βοηθησει να ρευτει. Επειτα, αφου δυο περιποιητικες νοσοκομες τον επλυναν και τον καθαρισαν από τα τραχηλικα υγρα, παραδοθηκε στην ζεστη αγκαλια της μητερας του, ένα κατακοκκινο μωρο με σφιχτα κλεισμενα ματακια, όχι μεγαλυτερο από μια κουκλα κι όχι λιγοτερο ευθραυστο από ένα ονειρο κατά τη διαρκεια ενός ανησυχου υπνου.
Τα θυμοταν όλα αυτά; Ολοι ελεγαν ότι κανενα μωρο δεν θυμοταν την στιγμη της γεννησης του, διαβολε δεν θυμοταν καν τα πρωτα του χρονια, αλλα ο Tom μερικες φορες ειχε στιγμιαιες αναμνησεις από εκεινη την μερα. Ηξερε ότι ηταν αδυνατο, ηξερε ότι μαλλον θυμοταν τις γεννησεις των τριων κορων του και ότι τις ειχε συνδυασει με τον καθολου συνταρακτικο ερχομο του στον κοσμο, αλλα μερικες φορες δεν ηταν καθολου σιγουρος γι’ αυτό. Καποιες φορες στα ονειρα του εβλεπε έναν αντρα γυρω στα σαραντα, με γκριζα μαλλια, αγελαστο, να τον παιρνει στην αγκαλια του και τον χτυπαει ελαφρα στην πλατη, για να μπορεσει να παρει ανασα. Και μερικες φορες θυμοταν τον πατερα του, έναν νεαρο όχι πανω από 25, να του απλωνει ένα δαχτυλο που εμοιαζε τεραστιο κι ο Tom να το αρπαζει με την χουφτιτσα του και να το κουναει.
Θυμοταν δακρυα στα ματια του νεαρου αντρα.
Θυμοταν την ζεστη αγκαλια της μητερας του και την ρυθμικη ανασα του στηθους της, καθως το μωρο εβρισκε ένα ζεστο μερος να κουρνιασει μετα από την ασφαλεια και τη ζεστασια της μητρας.
Θυμοταν φωτα, φωτα μετα από το σκοταδι και το πώς εκλεισε τα ματια του γιατι δεν μπορουσε να αντεξει ολη αυτή την λαμπροτητα.
Θυμοταν το ότι δεν ηθελε να φυγει από εκει οπου ηταν ολη του την υπαρξη, δεν ηθελε να αποχωριστει το θερμο κουκουλι του με τον βιαιο τροπο της γεννησης…
Τα θυμοταν στα αληθεια όλα αυτά; Δεν μπορουσε να πει με σιγουρια. Οσο περνουσαν τα χρονια και εκανε ολοενα και περισσοτερα πραγματα με τα οποια δεν ηταν συμφωνος, τοσο περισσοτερο επεστρεφε με το μυαλο του στις πρωτες του στιγμες, τοτε που ηταν ολοκαινουργιος. Τι θα ελεγε η μανα του αν τον εβλεπε τωρα; Τι θα ελεγε ο πατερας του, ενας τοσο ησυχος ανθρωπος που δεν ειχε φωναξει ποτε στη ζωη του; Οχι, ψεματα – δεν ειχε καν υψωσει την φωνη του.
Τι θα ελεγε ο ιδιος στις κορες του όταν θα τον ρωτουσαν τι εκανε τα χρονια του πολεμου – αν βεβαια καταφερνε να επιζησει και να τις ξαναδει; Τι θα ελεγε ο ιδιος στον εαυτο του τα τελευταια χρονια της ζωης του που ελπιζε να τα περασει ειρηνικα στο σπιτι του με την γυναικα του;
Δεν ηταν ωρα για προβληματισμους. Το τι θα ελεγε για τα οσα ειχε κανει θα το σκεφτοταν όταν θα ερχοταν η στιγμη. Εξαλλου ηταν πολεμος. Και όλα επιτρεπονταν, σωστα;
Όχι, δεν μπορουσε να το δεχτει αυτό. Πολεμουσαν εφτα χρονια τωρα και τιποτα δεν εδειχνε ότι ο πολεμος θα τελειωνε συντομα. Ηδη η Bauhaus ειχε αποφασισει να αντισταθει στις ανεξελεγκτες θαλασσιες επιθεσεις της Capitol στο Graveton και να αντεπιτεθει. Ο στολος της ηταν παραταγμενος λιγα μιλια μακρυα από αυτους και από μερα σε μερα ο Tom περιμενε την κινηση τους, που όπως υπολογιζε, δεν θα καθυστερουσε να γινει. Αλλα ότι και να ειχε γινει και ότι ηταν γραφτο να γινει, ο ιδιος δεν μπορουσε να δεχτει ότι ηταν δικαιολογημενος για τα οσα ειχε προλαβει να κανει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου