Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

(6) Σπιτι

Στο σπίτι – Απρίλιος 2113

«Πως τα πας;» ρώτησε ο Angus, καθώς ο Albert άναβε τσιγάρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την είσοδο του σπιτιού.
«Όχι κι άσχημα. Εσύ;»
Ο Angus κούνησε το κεφάλι του.
«Τελειώνω με το μεταπτυχιακό και μετά περιμένω αποτε-»
«Μπορείς να το πιστέψεις;» τον διέκοψε ο Albert με φωνή που έτρεμε. «Αυτό για τον μπαμπά;»
Ο Angus έτριψε τους κροτάφους του.
«Όχι, δεν το περίμενα. Αλλά με όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια δεν απορώ. Κάπου μέσα μου νομίζω ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί κάτι και σ' εμάς.»
Ο Albert κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Αυτά είναι μαλακίες. Θέμα χρόνου… δεν έπρεπε να φύγει για το ταξίδι. Αλλά δεν άκουγε ποτέ τη μαμά. Το ξέρεις ότι του έλεγε συνέχεια πως με όλα όσα γίνονταν δεν έπρεπε να φύγει; Είχε αρκετές μέρες άδεια. Γιατί δεν τις πήρε, να κάτσει στο σπίτι; Γιατί έπρεπε να πάει στο κωλο-Graveton; Για να μεταφέρει τρόφιμα; Δεν υπήρχε άλλος να στείλουν;»
Η φωνή του έτρεμε, αλλά ο Angus κατάλαβε ότι δεν ήταν από θυμό προς τον πατέρα τους που τους άφησε κι έκανε του κεφαλιού του. Ο Albert ήταν έτοιμος να κλάψει. Είχε σφίξει τα χείλη και ρούφαγε τον καπνό του τσιγάρου του με κοφτές, γρήγορες κινήσεις. Ο αδελφός του τον πλησίασε και τον ακούμπησε ελαφρά στον ώμο.
«Al, τον ήξερες τον πατέρα. Πάντα ήθελε να βοηθά τους υπόλοιπους. Και τα ταξίδια του ήταν πολύ σημαντικά γι’ αυτόν ανέκαθεν. Σκέψου τώρα που είχε να μεταφέρει αγαθά πρώτης ανάγκης για το Ιστάρ. Μην τον κατηγορείς. Ήθελε να βοηθήσει.»
«Δεν… δεν τον κατηγορώ… αλλά δεν μπορώ να το χωνέψω ακόμα! Μου λείπει, Angus, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπει! Και ξέρω ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ κι αυτό τα κάνει όλα χειρότερα…»
Πέταξε το τσιγάρο του μακριά, ακούμπησε το μέτωπο στις κρύες παλάμες του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Angus τον αγκάλιασε και τον γύρισε προς το μέρος του. Δάγκωσε τα χείλη του για να μην κλάψει κι αυτός. Όταν ο Albert άρχισε να ηρεμεί κάπως, ο Angus του πρότεινε να μπουν στο σπίτι. Ο Albert σκούπισε τα μάτια του, ρούφηξε τη μύτη του και ακολούθησε τον αδελφό του στο σπίτι.

Η κηδεία τέλειωσε γρήγορα. Η εταιρεία είχε στείλει δυο τυφεκιοφόρους που έριξαν τρεις φορές στον αέρα όταν τέλειωσε η προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του Markus Weinstein, ο οποίος είχε πέσει στο καθήκον, αλλά η συμπαράσταση της τέλειωσε με αυτή την πράξη. Η Dietrich και οι γιοι της επέστρεψαν στο σπίτι, όπου οι πρώτοι συγγενείς είχαν ήδη καταφθάσει και τους περίμεναν.
Λίγο πριν μπουν μέσα, η μητέρα τους στράφηκε προς το μερος τους και τους χάιδεψε τρυφερά στα μάγουλα.
«Οι άντρες μου…» είπε χαμηλόφωνα. «Τα καμάρια μου… να τον θυμάστε τον πατέρα σας… ήταν γενναίος άνθρωπος... και πολύ περήφανος που είχε δυο γιους σαν κι εσάς. Κάθε σας μέρα να τον κάνετε περήφανο εκεί που βρίσκεται.»
Τους αγκάλιασε και μπήκε στο σπίτι χωρίς να τους ξανακοιτάξει.

Κατά την δεύτερη νυχτερινή, κι ενώ οι τελευταίοι συγγενείς βρίσκονταν ακόμα στο σπίτι, ο Angus και ο Albert βρίσκονταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και κοιτούσαν τον ορίζοντα. Ο Albert άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.
«Κακές συνήθειες, ε;» ρώτησε ο Angus. Ο αδελφός του τον κοίταξε ένοχα.
«Ε… δεν κόβεται κι εύκολα.»
«Και τι καταλαβαίνεις από αυτό; Σε βοηθάει σε τίποτα;»
«Μπα… έχει γίνει πλέον μονάδα μέτρησης χρόνου. Όταν δεν εχω τι άλλο να κανω, αναβω τσιγαρο.»
Ο Angus κουνησε το κεφαλι, σαν ανθρωπος που θελει να δειξει ότι εχει καταλαβει, αλλα που στην ουσια εχει μαυρα μεσανυχτα.
«Τι τρεχει με την σουπα;» ρωτησε ο Albert.
«Ε; Ποια σουπα;»
«Την ψαροσουπα. Γιατι φαγαμε ψαροσουπα;»
«Δεν ξερω…νομιζω ότι είναι παλιο εθιμο της Γερμανιας…ξερεις, εκει που γεννηθηκε ο μπαμπας και η μαμα. Δε σου αρεσε;»
«Δεν είναι αυτό…απλως μου φανηκε κατι σαν τραγικη ειρωνεια ή κατι τετοιο…»
Τραβηξε μια τζουρα.
«Κανα νέο στον ερωτικο τομεα;» αλλαξε παλι θεμα ο Albert. Ο Angus τον κοιταξε ξαφνιασμενος, από την ευκολια με την οποια ο Albert περνουσε από το ένα θεμα στο άλλο.
«Νομιζεις ότι είναι η καταλληλη ωρα για κατι τετοιο;»
Ο αδελφος του σηκωσε τους ωμους του.
«Γιατι όχι; Εχουμε να πουμε κατι άλλο; Κι εξαλλου ποτε θα ξαναβρεθουμε για να μιλησουμε;»
«Οκει…», ειπε αργοσυρτα ο Angus, προσπαθωντας να διωξει από την σκεψη του μια πολύ ζωηρη νοερη εικονα της κηδειας της μητερας τους, «υπαρχει κατι. Μια κοπελα.»
Ο Albert χασκογελασε.
«Γουαου! Μια κοπελα…να σου πω, θα ημουν πιο εκπληκτος αν μου ελεγες ότι υπαρχει καποιος αντρας στη ζωη σου.»
Ο Angus εκανε ότι θυμωνει.
«Να σου πω, σαν πολύ δεν ξεψαρωσες μικρε; Να κοψεις την ειρωνεια μην εχουμε αλλα!»
«Να τα μας…θα φαμε και ξυλο σημερα!», απαντησε περιπαικτικα ο αδελφος του.
Ο Angus του ορμησε πριν προλαβει να παραμερισει. Τον εριξε κατω και αρχισε να τον γαργαλαει στην κοιλια, στις μασχαλες, παντου. Ο Albert αρχισε να τσιριζει και να γελαει ταυτοχρονα, αλλα παρολες τις προσπαθειες που εκανε δεν μπορουσε να τον διωξει από πανω του. Τελικα ο Angus τον κρατησε ακινητοποιημενο στο εδαφος, του ψιθυρισε στο αυτι «Παραδινεσαι;» κι επειτα τον αφησε.
Ο Albert ανασηκωθηκε, ξεπνοος από τα γελια.
«Οk, ok, τα παιρνω πισω όλα…παντα με εβαζες κατω…γαμωτο…»
«Σε εβαζα κατω πριν αρχισεις το κωλοτσιγαρο. Σκεψου τωρα!» ειπε ασθμαινοντας ο Angus. Ισα που ειχε καταφερει να τον κρατησει για ελαχιστα δευτερολεπτα ακινητο. Ο μικρος ειχε δυναμωσει πολύ.
Καθισαν διπλα-διπλα, προσπαθωντας να σταματησουν τα γελια.
«Για πες», επανεφερε την συζητηση ο Albert.
«Τι να σου πω;»
«Για την κοπελα ρε. Μεγαλυτερη, μικροτερη, ομορφη, ασχημη; Δωσε πληροφοριες.»
Ο Angus εβγαλε μια φωτογραφια από το πορτοφολι του. Την εδωσε στον αδελφο του που δεν μπορεσε να συγκρατησει ένα επιφωνημα εντυπωσιασμου όταν την ειδε.
«Ευχαριστω για την αντιδραση», ειπε ο Angus αρπαζοντας την φωτογραφια μεσα απο τα χερια του.
«Πως καταφερες και την εριξες; Της ειπες ότι εισαι διαδοχος των Romanov;»
«Χαχα, αστειο...δεν την εριξα, δεν εχει γινει κατι ακομα μεταξυ μας. Απλως κανουμε παρεα.»
«Ωραια, και τι σκοπευεις να κανεις λοιπον;»
«Θα δουμε όταν γυρισω στο Vladinburg. Δεν ξερω ακομα.»
«Με τι ασχολειται; Σπουδαζει; Δουλευει;»
«Δουλευει…σε ένα μπαρ», απαντησε ο Angus, χωρις να κοιταξει καταματα τον αδελφο του.
«Ω», ηταν η μοναδικη απαντηση του Albert. Ο Angus τον κοιταξε.
«Μονο αυτό εχεις να πεις; Ω;»
«Δεν το εννοουσα ετσι…ξερεις τι σκεφτηκα», απαντησε εκεινος.
«Φυσικα και ξερω…την μαμα, ετσι;»
Ο Albert κουνησε καταφατικα το κεφαλι του.
«Ξερεις την αποψη της γι΄αυτές…» ειπε δειλα. Ο Angus δεν απαντησε αμεσως.
«Ξερεις κατι, Al; Δε με νοιαζει τι γνωμη εχει. Η Katia μ΄αρεσει και δεν πεφτει λογος σε κανεναν γι΄αυτό. Κι αν γινει κατι μεταξυ μας, η μαμα θα είναι η πρωτη που θα το μαθει, αλλα η γνωμη της θα εχει τη λιγοτερη σημασια για μενα!»
Ο Albert σηκωσε τις παλαμες του, σαν να παραδινοταν.
«Ωπα, ωπα…ηρεμησε. Δεν ειπα τιποτα. Δικαιωμα σου να βγαινεις με οποια θελεις και με οσες θελεις. Απλως η μαμα είναι περιεργη σε κατι τετοια.»
Ο Angus σηκωθηκε ορθιος.
«Δε με νοιαζει! Ειμαι 23 χρονων γαμωτο, πρωτος στην ταξη μου, και από του χρονου θα διοικω ολοκληρο στολο! Δε θα μου πει η μαμα τι να κανω! Δε θα γινω σαν τον μπαμπα, που του εκανε μια ζωη ψυχολογικο πολεμο επειδη την αφηνε μονη της! Δεν ειμαι υποκαταστατο του μπαμπα, Al, και δε θελω να με θεωρησει ετσι – ουτε εμενα, ουτε εσενα! Η ζωη προχωραει κι ο καθενας κανει τις επιλογες του! Και σε πληροφορω ότι την παρακολουθουσα καθολη την διαρκεια της κηδειας – δεν εχυσε ουτε ένα δακρυ για τον αντρα της. Σαν να μην την ενδιεφερε το θεμα.»
«Γινεσαι αδικος», απαντησε χαμηλοφωνα ο Albert. Δεν ειχε ξαναδει τον Angus να βγαινει εκτος εαυτου με την μητερα τους. «Εχεις ηδη δημιουργησει μια ιστορια, ενώ η κακομοιρα δεν ξερει τιποτα ακομα γι’ αυτό…»
«Όχι, Al», τον διεκοψε ο Angus. «Δεν εχω δημιουργησει τιποτα. Ξερω την αντιδραση της, όπως κι εσυ. Απλως τωρα σχεδιαζω την δικη μου αντιδραση.»
Εκατσε παλι διπλα στον αδελφο του, προσπαθωντας να ηρεμησει. Για λιγο απεμειναν αμιλητοι, σκεπτομενοι αυτά που ειχαν ειπωθει. Ο Albert εβγαλε το πακετο με τα τσιγαρα και το ετεινε προς την μερια του Angus.
«Τσιγαρακι;» ρωτησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου