Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

(2) MISHIMA – BAUHAUS - CAPITOL/ O ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ GRAVETON

I


ΜΕΡΟΣ Ι – BAUHAUS

Κάπου έξω από το Heimburg – Αύγουστος 2101



Ο Angus πλησίασε αθόρυβα τον Albert και έμεινε ακίνητος, παραμονεύοντας πίσω από την πλάτη του. Ο Albert δεν είχε καταλάβει τίποτα και συνέχιζε να παίζει με τα αεροπλανάκια του. Ο Angus χαμογέλασε χαιρέκακα κι έπειτα έσκυψε προς το μέρος του αδελφού του και ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη στο αυτί του.
Ο Albert τινάχτηκε κωμικά, ανασηκώθηκε στα γόνατά του κι έπεσε με τον κώλο πάλι κάτω. Τα παιχνίδια του έπεσαν στο χώμα κι ο Angus βρήκε ευκαιρία, τα άρπαξε και το έβαλε στα πόδια. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι ο Albert να καταλάβει τι είχε γίνει και να αποφασίσει να μην βάλει τα κλάματα, αλλά να κυνηγήσει τον αδελφό του.
Ο Angus έτρεχε με τα χέρια ψηλά, παριστάνοντας ότι τα αεροπλάνα του πετούσαν και κάνοντας θορύβους εκρήξεων με το στόμα του. Πίσω του έτρεχε με όλη του τη δύναμη ο Albert, ξεφυσώντας από τα νεύρα του και φωνάζοντας ακατανόητες εκφράσεις, που πρέπει να είχαν κάποια απειλητική σημασία, αν έκρινε κανείς από την έντασή τους. Τελικά πρόλαβε τον Angus λίγο πριν ο μικρός φτάσει στον προορισμό του, δηλαδή στην αγκαλιά της μάνας τους.
Τον άρπαξε από τα πόδια και τον πέταξε κάτω. Ο Angus ξεφύσηξε πνιχτά καθώς έσκαγε με τα μούτρα στο γρασίδι. Ο αδελφός του έκατσε πάνω του και άρχισε να τον γρονθοκοπάει στα πλευρά, αλλά εκείνος δεν άφησε τα παιχνίδια από τα χέρια του. Όλο το πάρκο είχε γυρίσει και τους κοιτούσε.
Έπειτα από κανά λεπτό, κι αφού τα ουρλιαχτά του Angus ακούγονταν στην απέναντι πλευρά της λίμνης που βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους, η μητέρα τους σήκωσε ενοχλημένη το κεφάλι της από το βιβλίο που διάβαζε και τους κοίταξε με το πιο αυστηρό της βλέμμα. Αμέσως τα δυο παιδιά σταμάτησαν την πάλη τους.
«Ελάτε εδώ», διέταξε η Dietrich και τα παιδιά έτρεξαν προς το μέρος της.
«Έχετε γίνει ρεζίλι σε όλο το πάρκο», τους είπε χαμηλόφωνα. «Έχουν γυρίσει όλοι και σας κοιτάζουν, είναι ντροπή πια.»
Ο Angus κοίταξε γύρω του – κανείς δεν φαινόταν να τους παρακολουθεί. Όλοι είχαν γυρίσει στις ασχολίες τους. Ρώτησε ντροπαλά:
«Αφού κανείς δεν μας κοιτάζει, γιατί είναι ντροπή μαμά; Απλώς παίζαμε.»
Η Dietrich έσφιξε τα χείλη της, μέχρις ότου έγιναν μια πολύ λεπτή γραμμή. Πάντα έτσι έκανε όταν ήταν θυμωμένη με τα βλαστάρια της.
«Πρέπει να μάθεις Angus πότε ενοχλείς τους διπλανούς σου και ποια είναι τα όριά σου. Δεν μπορείς να κάνεις πάντα του κεφαλιού σου. Να μην ξεχνάτε ότι όλοι περιμένουν μεγάλα πράγματα από εσάς. Το όνομά σας είναι η κληρονομιά σας.»
«Κι από μένα μαμά;» πετάχτηκε ο Albert, ο μικρότερος. Η μητέρα του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα αχνό χαμόγελο.
«Φυσικά αγάπη μου! Και από τους δυό σας. Και θα κάνετε μεγάλα πράγματα, αυτό να το θυμάστε. Ελάτε εδώ τώρα», τους είπε τρυφερά και τους αγκάλιασε. Έπειτα τους έστειλε πάλι για παιχνίδι, υπενθυμίζοντας τους όμως ότι αν ξαναέκαναν φασαρία, το βράδυ θα το έλεγε στον πατέρα τους.
«Έλα Al!» φώναξε ο Angus καθώς έτρεχε προς το κέντρο του πάρκου. Η Dietrich χαμογέλασε ελεύθερα πια. Ναι, ήταν αγρίμια και φασαριόζικα, αλλά ήταν παιδιά της και τα αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Ήταν τα δικά της αγρίμια και μεγάλωναν όλο και πιο γρήγορα. Ο Albert ήταν ήδη 7 ετών και ο Angus είχε πατήσει τα 11. Όταν αναπολούσε το παρελθόν, δεν μπορούσε να πιστέψει μερικές φορές το πόσο καλά είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, παρόλο που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε σκοτεινούς καιρούς. Η Dietrich Brehmens-Weinstein είχε γεννηθεί και ζούσε στο Βερολίνο, χωρίς ποτέ να ταξιδέψει έξω από αυτό. Ήταν το έβδομο από τα εννιά παιδιά της οικογένειας και μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Όταν έκλεισε τα 13 έπιασε δουλειά σε ένα από τα εργοστάσια της Bauhaus, όπως άλλωστε είχαν κάνει και τα αδέλφια της.
Μέχρι και τα 17 της δεν είχε χρόνο για να ζήσει. Ήταν όλη τη μέρα στη δουλειά και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι για ύπνο. Δεν είχε βγει ποτέ της ραντεβού, δεν είχε πάει ποτέ της μια βόλτα με τις φίλες της, δεν είχε γυρίσει ποτέ να κοιτάξει κάποιο αγόρι. Και ξαφνικά η ζωή της άλλαξε χάρη σε μια φίλη της, την Marian, όταν εκείνη την έπεισε να πάνε απροσκάλεστες σε ένα πάρτυ που θα γινόταν στο Εταιρικό Μέγαρο του Υπουργείου Εσωτερικών. Η Marian δούλευε μαζί της στο εργοστάσιο, αλλά τις ελεύθερες ώρες της πήγαινε ακάλεστη σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της πόλης. Είχε αποφασίσει να βγάλει την Dietrich από το καβούκι της και να της δείξει τον αληθινό κόσμο.
Της δάνεισε ένα από τα πιο καλά της φορέματα, που της το είχε αφήσει η μάνα της πριν πεθάνει, της έφτιαξε τα μαλλιά, την μακιγιάρισε…και το αποτέλεσμα ήταν τόσο εντυπωσιακό, που η Marian δεν μπόρεσε να μην νιώσει ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας στην καρδιά της. Η πρώην βρώμικη εργάτρια έμοιαζε τώρα με ηθοποιό σε τελετή απονομής βραβείων.
Η Dietrich ακολούθησε την φίλη της τρέμοντας από την έξαψη και τον τρόμο της μήπως ανακαλύψουν ότι δεν είχε πρόσκληση και την πετάξουν έξω, αλλά μετά από μισή ώρα και δυο-τρία ποτά, ανακάλυψε ότι δεν είχε να φοβάται τίποτα. Μίλησε σχεδόν με όλους, φλέρταρε με πολλούς και προς το τέλος της βραδιάς την πλησίασε ένας νεαρός με στολή αξιωματικού του Ναυτικού και της ζήτησε να χορέψουν.
Το πάρτυ είχε σχεδόν διαλυθεί όταν τέλειωσε ο χορός τους. Η Marian είχε ήδη φύγει με τρεις διοικητικούς συμβούλους του εργοστασίου όπου δούλευε, με την ελπίδα ότι μετά τη νύχτα που θα τους χάριζε δεν θα την ξεχνούσαν. Η Dietrich δεν είχε καταλάβει τίποτα – το μόνο που έκανε ήταν να κοιτά στα μάτια τον νεαρό που την φλέρταρε επίμονα.
Έμαθε ότι το όνομα του ήταν Markus Weinstein, ήταν πλωτάρχης στο Εμπορικό Ναυτικό της εταιρείας και ότι καταγόταν από έναν από τους πιο σημαντικούς και πλούσιους Ευγενείς Οίκους. Δεν του είπε την αλήθεια αμέσως, αλλά όταν εκείνος επέμεινε να την οδηγήσει μέχρι το σπίτι της, αναγκάστηκε και του ομολόγησε τα πάντα. Η αντίδραση του την εντυπωσίασε: έβαλε τα γέλια, έκλεψε ένα μπουκάλι σαμπάνια από ένα τραπέζι και έφυγαν τρέχοντας μακριά από το πάρτυ.
Τις επόμενες εβδομάδες βγήκαν αρκετές φορές και ο Markus δεν φαινόταν να νοιάζεται για την οικονομική κατάσταση της κοπέλας. Ο ίδιος ήρθε σε ρήξη με τους δικούς του όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση του να την παντρευτεί, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν της αποκάλυψε ποτέ. Τελικά οι δικοί του την δέχτηκαν με βαριά καρδιά, αλλά χωρίς να δημιουργήσουν ποτέ κανένα ζήτημα. Τον Μάιο του 2089 η Dietrich και ο Markus Weinstein παντρεύτηκαν στο Βερολίνο, και αμέσως κατεγράφησαν στα Μητρώα Αποχωρησάντων, τη λίστα δηλαδή με τους πολίτες της εταιρείας που θα ακλουθούσαν την Bauhaus στη Έξοδο. Όλος ο οίκος των Weinstein θα μεταφερόταν στην Αφροδίτη, αλλά οι Brehmens θα έμεναν πίσω. Η Dietrich ήταν διχασμένη και θα προτιμούσε να μείνει πίσω με τους γονείς και τα αδέλφια της, αλλά με την γέννηση του πρώτου τους παιδιού, του Angus, τον Μάρτιο του 2090 αναγκάστηκε να διαλέξει το μέλλον της. Και για το καλό του παιδιού της επέλεξε να ακολουθήσει τον άντρα της.
Στα τρίτα γενέθλια του Angus, η Dietrich και η νέα της οικογένεια πια βρίσκονταν σε ένα από τα μεταγωγικά που θα τους οδηγούσαν στην νέα τους πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν στην Αφροδίτη, σε ένα προάστιο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του Heimburg, όπου όλα έμοιαζαν τέλεια, αλλά σε λίγες μέρες την είχε πιάσει ήδη κατάθλιψη για τους γονείς της. Όταν έμαθε την μοίρα που επεφύλασσαν οι Υπερεταιρείες σε όσους είχαν μείνει πίσω στη Γη κόντεψε να τρελαθεί. Πάνω σε έναν καυγά της με τον Markus τον δάγκωσε τόσο δυνατά στο πρόσωπο που του έκοψε ένα κομμάτι από το μάγουλο. Ο Markus κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να μην χάσει τη γυναίκα του.
Τον Δεκέμβριο του 2094 η Dietrich έφερε στον κόσμο το αδελφάκι του Angus και του έδωσε το όνομα του πατέρα της, Albert. Με την γέννηση του δεύτερου παιδιού της φάνηκε να ηρεμεί αρκετά. Είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή ήταν η ζωή της πλέον. Σταδιακά ξέχασε τους γονείς και τα αδέλφια της, αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της και άρχισε να συχνάζει ολοένα και περισσότερο στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας του Heimburg. Σιγά-σιγά μόνο το όνομα της απέμεινε να της θυμίζει το παρελθόν της. Κι ενώ ο άντρας της ήταν χαμηλών τόνων όσον αφορούσε την κοινωνική του θέση, η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο από κάθε άλλη σύζυγο οποιουδήποτε ευγενή με τις οποίες έκανε παρέα.
Με την ίδια λογική μεγάλωνε και τα παιδιά της. Μιας και ο Markus έλειπε συχνά από το σπίτι σε ταξίδια, η ίδια προσπαθούσε να τους μεταλαμπαδεύσει όλη την υπερηφάνεια της για το όνομα τους και μια πίστη ότι θα μπορούσαν να πετύχουν οτιδήποτε έβαζαν στόχο. Θα ήταν απόλυτα ευτυχισμένη όταν θα τα έβλεπε επιτυχημένους άντρες και θα ήξερε ότι αυτή τους είχε δημιουργήσει.
Είχε πολύ καιρό να σκεφτεί το παρελθόν της. Αλλά πλέον δεν είχε καμιά σημασία.
Έβγαλε μια μικρή φωτογραφική μηχανή που κουβαλούσε πάντα μαζί της και τα τράβηξε μια φωτογραφία: να κάθονται αγκαλιασμένα δίπλα στην λίμνη και ο ένας να προκαλεί τον άλλον για να βουτήξει. Χαμογέλασε.
Ναι, αυτή ήταν η ζωή της και μόνο δυο ονόματα υπήρχαν σε αυτήν: Angus και Albert.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου